Του Δημήτρη Γιατζόγλου

Εκπέμπει σήμερα η κοινωνία ένα κυρίαρχο πολιτικό αίτημα; Αν ναι, πόσο αποσαφηνισμένο και συνεκτικό είναι αυτό; Aπό ποιους δρόμους και με ποιες προσδοκίες συντάσσεται με τον ΣΥΡΙΖΑ μια εκλογική πλειοψηφία που μοιάζει να φτάνει στα όρια της αυτοδυναμίας; Πώς επεξεργάζεται κριτικά το αίτημα ο ΣΥΡΙΖΑ, πώς το προσανατολίζει και σε ποια προοπτική το εντάσσει; Πόσο διαχωρίζεται ένα πρωτογενές πολιτικό αίτημα της κοινωνίας από τη νοηματοδότησή του από το πολιτικό υποκείμενο; 

Τα ερωτήματα έχουν τεθεί και συζητιούνται. Έχουν προφανές πρακτικό περιεχόμενο. Η δημόσια συζήτηση αποδραματοποιεί τις εντάσεις και συμβάλλει στη συσπείρωση των δυνάμεών μας. Οδηγεί σε μια πιο σύνθετη πολιτική ανάγνωση των κοινωνικών αντιφάσεων, επομένως ενισχύει την αποτελεσματικότητα του πολιτικού αγώνα.
Mια αφετηριακή παρατήρηση που βοηθάει στη συζήτηση: Ακόμα και όταν ένα πρωτογενές αίτημα «έχει βγει στους δρόμους», είναι δηλαδή απολύτως ευδιάκριτο, είναι το πολιτικό υποκείμενο εκείνο που το αναγνωρίζει και το διατυπώνει για λογαριασμό της κοινωνίας, με βάση προϋπάρχουσες ιδέες και προτάγματα. Ο κίνδυνος να παραχαραχτεί το αίτημα εξ αιτίας της υπαγωγής του σε άκαμπτα στερεότυπα είναι υπαρκτός. Όσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος εκφυλισμού ενός πολιτικού σχεδίου από την αδιαμεσολάβητη ενσωμάτωση της κοινωνικής ζήτησης.
Έχουμε εκτιμήσει ότι η αρχική εκτίναξη της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το αποτέλεσμα της συνάντησης ενός ριζοσπαστικού, αριστερού πολιτικού λόγου με έναν αυθόρμητο κοινωνικό ριζοσπαστισμό, που προέκυπτε ως αντίδραση στον επελαύνοντα νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Η εκτίμηση πιστεύω ότι είναι σωστή, παρά κάποιες επιμέρους ενστάσεις. Μέσα απ' αυτή τη συνάντηση συγκροτήθηκε ένας πρώτος σκληρός πυρήνας, μέσα και γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που στήριξε και στηρίζει το εγχείρημα, με όρους που υπερβαίνουν τη συγκυρία.
Αυτός ο πρωταρχικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός, σε μια δεύτερη φάση κάμφθηκε, αναδιπλώθηκε εξαντλημένος σε μια κατάσταση παθητικού θυμού, προσβλέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τη λογική της «πολιτικής ανάθεσης», να γυρίσει τη σελίδα στο ανάγνωσμα της κοινωνικής καταστροφής, αποδεχόμενος μια δραστική μείωση των πολιτικών προσδοκιών του. Και αυτή τη μεταβολή ήταν αδύνατο να μην την εσωτερικεύσουμε ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα; Ποια είναι τα όρια των πολιτικών μας επιλογών;
Σ' ένα πρόσφατο πολιτικό του σημείωμα ("Αυγή", 28.9.2014 ), ο Αριστείδης Μπαλτάς καταγράφει μια δύσκολη πολιτική εξίσωση την οποία καλούμαστε να επιλύσουμε. Επισημαίνει το ισχυρό ενδεχόμενο να προκύψει μια κυβέρνηση της Αριστεράς «υπό συνθήκες όπου δεν ηγεμονεύει το αριστερό φρόνημα» στην κοινωνία, αλλά με κυρίαρχη μάλλον την αντίληψη «να φύγουν αυτοί και βλέπουμε», συμπληρώνοντας δυσοίωνα: «με όσα έπονται, ως προς ό,τι η ίδια (η κυβέρνηση) θα κληθεί να αντιμετωπίσει». Ενώ σε δύο άρθρα του ("Αυγή" 14 και 28.9), ο Δημ. Σεβαστάκης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην κοινωνική πλειοψηφία που ωθεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική αυτοδυναμία δεν κυριαρχεί το αίτημα ενός ώριμου, αριστερού μετασχηματισμού, αλλά εκείνο της παλινόρθωσης των απολεσθέντων προνομίων του μικροαστισμού. Ένα αίτημα που η αποδοχή του οδηγεί στην πολιτική αιχμαλωσία και στην ιδεολογική απίσχναση της Αριστεράς.
Από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετική σκόπευση, τα κείμενα καταγράφουν αλήθειες. Δεν γίνεται να τις αγνοήσουμε, σπρώχνοντάς τες κάτω από το χαλί, όσο κι αν «πειράζουν» κάποια από τα στερεότυπά μας.
Η άνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία είναι μια ρήξη ιστορικής κλίμακας. Θα σηματοδοτήσει μια πρώτη ήττα του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού σε ευρωπαϊκή χώρα. Συμπυκνώνει κοινωνικές διεργασίες που δεν σηματοδοτούν ένα γενικευμένο ριζοσπαστισμό, αλλά ωθούνται προς τη ρήξη, από την άρνηση να υποστούν περισσότερο τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης και από την την ευθύνη και το ρίσκο που αναλαμβάνει ένα κόμμα της αριστεράς. H τομή δεν θα έχει ένα «καθαρό» ταξικό και αριστερό πρόσημο. Δεν συνέβη στο παρελθόν -σε προωθημένες επαναστατικές μεταβολές- και δεν θα συμβεί στο μέλλον.
Για να παραφράσουμε τον Λένιν: Στο πεδίο της σύγκρουσης, που δεν θα είναι στιγμιαία, θα συναντηθούν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, στρώματα και δυνάμεις, κουβαλώντας τις προκαταλήψεις και τις φαντασιώσεις τους, τις ιδιαίτερες δυσαρέσκειές τους, τις πλάνες και τις ιδιοτέλειές τους. Και είναι υπόθεση των πιο συνειδητών κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτικών υποκειμένων να ενοποιήσουν προγραμματικά και πολιτικά αυτήν την «καρναβαλική» και εν πολλοίς κατακερματισμένη συνάντηση. Να την καταστήσουν συμμαχία.
Για όλα τα παραπάνω, λοιπόν, η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά και η άσκησή της δεν είναι ένα τυπικό κοινοβουλευτικό «γεγονός» και δεν εξαντλείται στον σχηματισμό μιας εκλογικής πλειοψηφίας. Απαιτεί μια μεγάλη κοινωνική κίνηση, σύνθετο πολιτικό και κοινωνικό αγώνα, με ευδιάκριτα βήματα: Να μετασχηματίσουμε την εκλογική πλειοψηφία σε πολιτική πλειοψηφία και να συγκροτήσουμε έναν ηγεμονικό, κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας.
Είναι ορατός ο μόχθος του εγχειρήματος και οι κίνδυνοι, που έχουν να κάνουν περισσότερο μ' εμάς και λιγότερο με τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας. Και επ' αυτού θέλω να πω με ειλικρίνεια και καθαρότητα κάποια πράγματα:
* Kαθώς αισθανόμαστε όλο και πιο έντονα την πίεση διάσπαρτων και αντιθετικών πολλές φορές κοινωνικών αιτημάτων, είμαστε υποχρεωμένοι να τονίζουμε σταθερά και αδιάλειπτα τις ταξικές μας προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Και αυτό πρέπει να αποτυπώνεται στις επιλογές μας. Πρέπει να φανεί πρακτικά και να κατανοηθεί από όλους ότι, σύμφωνα με το δικό μας πολιτικό σχέδιο, η έξοδος από την κρίση δεν σημαίνει με τίποτα επιστροφή στις προ-κρίσης ισορροπίες και αντιθέσεις. Όχι μόνο επειδή αυτό είναι ανέφικτο, αλλά επειδή δεν το θέλουμε. Και δεν εννοούμε μόνο τις αντιθέσεις ανάμεσα στους «πάνω» και τους «κάτω», αλλά και μεταξύ των «κάτω». Είμαστε υποχρεωμένοι να αποδείξουμε ότι η αλληλεγγύη, η ισότητα, η δικαιοσύνη δεν είναι ηθικές επιταγές που αφορούν το μέλλον, αλλά μπορούν να οργανώσουν παραγωγικά και αναπτυξιακά υποδείγματα που αμφισβητούν τον μονόδρομο της καπιταλιστικής μεγέθυνσης και των καταναλωτικών προτύπων που επιβάλλει.
* Είμαι βέβαιος ότι πολυσυλλεκτισμός χωρίς μια αξιακή και προγραμματική ραχοκοκαλιά δεν παράγει πολιτική και ηθική ηγεμονία, αλλά καθήλωση στην «κοινή λογική» και στο «αυτονόητο», δηλαδή στους κώδικες της κυρίαρχης ιδεολογίας. Και αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια της πολιτικής αυτονομίας και στην ταύτισή μας τελικά με τους «άλλους» - σε μια περίοδο που οι κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή του εγχειρήματος και αξιώνουν το παράδειγμα μιας διαφορετικής πολιτικής πρακτικής. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι τον τελευταίο καιρό υποκύπτουμε συχνά στον πειρασμό.
* Τον τελευταίο καιρό, επίσης, ο δημόσιος λόγος των ηγετικών στελεχών είναι ένας λόγος αποϊδεολογικοποιημένος. Ακόμα και η λέξη «Αριστερά» σπανίως ακούγεται. Στο όνομα του ρεαλισμού ή της συνείδησης του «μέσου όρου»; Ό,τι και να ισχύει, είναι λάθος. Σε μια κοινωνία κερματισμένη, κυριευμένη από τον φόβο, βομβαρδισμένη από τα στερεότυπα του νεοφιλελεύθερου πραγματισμού και του τεχνοκρατικού «ορθολογισμού», οφείλουμε να απευθύνουμε έναν λόγο αιχμηρό, εμποτισμένο από τα αξιακά και στρατηγικά μας προτάγματα, έναν λόγο συνολικής ερμηνείας του κόσμου, του μόνου που μπορεί να προκαλέσει την εκ νέου ανάδυση ενός ριζοσπαστικού πείσματος μέσα στο κοινωνικό σώμα.
Δεν ηγεμονεύει πράγματι στην κοινωνία το αριστερό φρόνημα - όποιος δεν το βλέπει παίρνει τις επιθυμίες του για πραγματικότητα. Και ο υπαρκτός, «ανεξέλικτος μικροαστός» θέλει όντως να περιοριστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς στην αποκατάσταση των παλαιών προνομίων του, όλα τα άλλα είναι οι νευρώσεις των ιδεοληπτικών αριστερών. Το ζήτημα όμως είναι αν μπορούμε να πάμε πιο πέρα από τις διαπιστώσεις. Όχι κουνώντας το δάχτυλο στην κοινωνία ή κολακεύοντας τη μιζέρια της. Αλλά μέσα από μια ανανεωμένη πολιτική πράξη. Εγκαίρως.