Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

ΣΥ­ΝΕ­ΝΤΕΥ­ΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡ­ΧΙ­ΣΥ­ΝΤΑ­ΚΤΗ ΤΗΣ «ΚΑ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΙ­ΝΗΣ» ΝΙ­ΚΟ ΞΥ­ΔΑ­ΚΗ : Κλο­νί­ζε­ται η ου­σία της ευ­ρω­παϊκής δη­μο­κρα­τίας


Κυριακή, 28 Οκτωμβρίου  Τη συ­νέ­ντευ­ξη πή­ρε  η Ιωάν­να Δρό­σου
Σε άρ­θρο σας στην «Κα­θη­με­ρι­νή» πριν δύο βδο­μά­δες α­να­φέ­ρα­τε, με­τα­ξύ άλ­λων, ό­τι «πι­θα­νό­τα­τα [η κυ­βέρ­νη­ση] θα ψη­φί­σει τα μέ­τρα στη βου­λή, αλ­λά δεν θα μπο­ρέ­σει να τα ε­φαρ­μό­σει». Πι­στεύε­τε, δε­δο­μέ­νου ό­τι η προ­ε­κλο­γι­κή εκ­στρα­τεία και των τριών κομ­μά­των βα­σί­στη­κε στο ό­τι δεν θα παρ­θούν άλ­λα μέ­τρα, ό­τι τί­θε­ται θέ­μα δη­μο­κρα­τι­κής νο­μι­μο­ποίη­σης της κυ­βέρ­νη­σης;
Η κυ­βέρ­νη­ση προ­σπα­θεί να ε­πι­βά­λει μια πο­λι­τι­κή μέ­τρων και πε­ρι­κο­πών, η ο­ποία έ­χει γί­νει α­βά­στα­χτη για την πλειο­νό­τη­τα του λα­ού. Ο κό­σμος ο­δη­γεί­ται σε α­δυ­να­μία πλη­ρω­μής υ­πο­χρεώ­σεων και εξ αυ­τού στην α­νυ­πα­κοή. Κά­θε κυ­βέρ­νη­ση που πιέ­ζει έ­να λαό πέ­ρα α­πό τα ό­ρια α­ντο­χής του, α­πο­νο­μι­μο­ποιεί­ται στη συ­νεί­δη­σή του.
Ο λαός πιέ­ζε­ται, αλ­λά σή­με­ρα δεν α­ντι­δρά συλ­λο­γι­κά και μα­ζι­κά. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ό­τι στρέ­φε­ται στον α­το­μι­σμό και στη λο­γι­κή της ε­πι­βίω­σης ή μή­πως δεν έ­χει τα ψυ­χι­κά α­πο­θέ­μα­τα να το κά­νει;

Από την ά­νοι­ξη του 2010, που άρ­χι­σε να συ­ζη­τιέ­ται να μπει η χώ­ρα σε μνη­μό­νια και δη­μο­σιο­νο­μι­κή δίαι­τα, έ­χουν υ­πάρ­ξει πά­ρα πολ­λές α­ντι­δρά­σεις. Βλέ­που­με, ό­μως, ό­τι πα­ρ’ ό­λες τις α­ντι­δρά­σεις τα προ­γράμ­μα­τα πε­ρι­κο­πών προ­χω­ρούν. Ο κό­σμος, λοι­πόν, αι­σθά­νε­ται ό­τι ε­νώ δια­μαρ­τύ­ρε­ται και πα­ρό­τι άλ­λα­ξε πο­λύ ρι­ζι­κά το ε­κλο­γι­κό σκη­νι­κό, δεν αλ­λά­ζει η ε­φαρ­μο­ζό­με­νη πο­λι­τι­κή. Και αρ­χί­ζει και έ­χει μια αί­σθη­ση μα­ταιό­τη­τας. Από την άλ­λη, στο ε­πί­πε­δο της ζωής, έ­να με­γά­λο μέ­ρος του πλη­θυ­σμού βλέ­πει ό­τι η ζωή του θα αλ­λά­ξει ρι­ζι­κά και ό­τι πι­θα­νό­τα­τα αυ­τό θα κρα­τή­σει για μια γε­νιά του­λά­χι­στον. Αυ­τή η αρ­γή ε­πί­γνω­ση, η ορ­γή που στα­λά­ζει σι­γά σι­γά, μα­ζί με την α­φό­ρη­τη υ­λι­κή δυ­σκο­λία της ζωής, αλ­λά­ζει τους ψυ­χι­σμούς των αν­θρώ­πων σε α­το­μι­κό και συλ­λο­γι­κό ε­πί­πε­δο. Ταυ­τό­χρο­να, ξυ­πνά­ει λυσ­σα­σμέ­να το έν­στι­κτο ε­πι­βίω­σης. Αυ­τά, λοι­πόν, α­δυ­να­τί­ζουν κά­πως τη συλ­λο­γι­κή α­ντί­δρα­ση.
Επι­πλέ­ον γί­νο­νται κο­σμοϊστο­ρι­κές αλ­λα­γές, τις ο­ποίες έ­νας άν­θρω­πος, ο ο­ποίος πιέ­ζε­ται στην κα­θη­με­ρι­νή του ζωή, δεν μπο­ρεί να χω­νέ­ψει, να τις βά­λει σε μια σει­ρά, να τις στο­χα­στεί και να βγά­λει κά­ποια συ­μπε­ρά­σμα­τα. Πέ­φτουν βρο­χή τα χτυ­πή­μα­τα. Δεν μπο­ρείς να πε­ρι­μέ­νεις α­πό έ­ναν άν­θρω­πο που βάλ­λε­ται πα­ντα­χό­θεν να εί­ναι διαρ­κώς όρ­θιος και να α­ντι­στέ­κε­ται. Ίσως εί­ναι και μια α­ρι­στε­ρή η­θι­κο­λο­γία αυ­τό. Υπερ­τι­μού­με τα ψυ­χι­κά α­πο­θέ­μα­τα ε­νός αν­θρώ­που που συ­ντρί­βε­ται.  Δεν μπο­ρού­με, λοι­πόν, να λέ­με συ­νέ­χεια στον κό­σμο να τα βά­λει με κά­ποιον. Πρέ­πει, μα­ζί με την κα­τα­νό­η­ση των λα­θών του πα­ρελ­θό­ντος, να δού­με πια πώς μπο­ρού­με να στα­μα­τή­σου­με την κα­τα­στρο­φή και πώς στε­κό­μα­στε στα πό­δια μας.

Στο ό­νο­μα της α­σφά­λειας και της μη­δε­νι­κής α­νο­χής η κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή έ­χει κυ­ριαρ­χή­σει, με τε­λευ­ταίο πα­ρά­δειγ­μα την κα­ταγ­γε­λία για βα­σα­νι­στή­ρια στη ΓΑ­ΔΑ. Ωστό­σο, η α­ντί­δρα­ση της κοι­νω­νίας ή­ταν χλια­ρή και χω­ρίς μα­ζι­κό­τη­τα. Μή­πως ο κό­σμος έ­χει συ­νη­θί­σει τη βία;
Συ­νη­θί­ζου­με να βλέ­που­με ό­λο και με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις βίας και να ζού­με με πε­ριο­ρι­σμέ­να α­το­μι­κά δι­καιώ­μα­τα και πο­λι­τι­κές ε­λευ­θε­ρίες. Δυ­στυ­χώς, έ­τσι συ­νη­θί­ζου­με σε έ­να εί­δος συμ­φο­ράς, διαρ­κούς συρ­ρί­κνω­σης δι­καιω­μά­των, ε­λευ­θε­ριών, δη­μό­σιου χώ­ρου, α­κό­μα και φυ­σι­κού χώ­ρου.

Ο Τύ­πος κα­τη­γο­ρεί­ται ό­τι χει­ρα­γω­γεί­ται ή ό­τι α­πο­κρύ­πτει την εί­δη­ση ή μέ­ρος αυ­τής.
Σε μια δη­μο­κρα­τία που εί­ναι λα­βω­μέ­νη, η υ­λι­κή έλ­λει­ψη έ­χει ε­πί­πτω­ση και στην ε­λευ­θε­ρία. Οι άν­θρω­ποι, δυ­στυ­χώς, κοι­τά­νε πρώ­τα για ψω­μί και με­τά για ε­λευ­θε­ρία. Αυ­τό άλ­λω­στε εί­ναι και έ­να α­πό τα ε­δά­φη στα ο­ποία α­να­πτύσ­σε­ται ο φα­σι­σμός. Σε αυ­τή, λοι­πόν, την πλη­γω­μέ­νη δη­μο­κρα­τία εί­ναι πλη­γω­μέ­νη και η ε­νη­μέ­ρω­ση, η ο­ποία εί­ναι σα­στι­σμέ­νη, αυ­το­λο­γο­κρι­μέ­νη. Βέ­βαια, υ­πάρ­χει και κα­τευ­θυ­νό­με­νη ε­νη­μέ­ρω­ση, ω­στό­σο πρέ­πει να το­νί­σου­με ό­τι η ζη­μιά που γί­νε­ται εί­ναι αμ­φί­δρο­μη: η έλ­λει­ψη των ε­λευ­θε­ριών μειώ­νει τη διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα των μέ­σων ε­νη­μέ­ρω­σης και τα μέ­σα ε­νη­μέ­ρω­σης, κά­νο­ντας λει­ψά τη δου­λειά τους, α­δυ­να­τί­ζουν τη δη­μο­κρα­τία.
Για την Ευ­ρώ­πη
Ανέ­φε­ρες προ­η­γου­μέ­νως ό­τι η Ελλά­δα εί­ναι σο­κα­ρι­σμέ­νη. Αυ­τό, ί­σως, ι­σχύει και πέ­ρα α­πό τα σύ­νο­ρα της χώ­ρας, στην Ευ­ρώ­πη, η ο­ποία δί­νει την ει­κό­να ό­τι ί­σως δεν μπο­ρεί να λύ­σει τα προ­βλή­μα­τά της…
Στο γε­νι­κό­τε­ρο ευ­ρω­παϊκό πλαί­σιο κα­τά κά­ποιο τρό­πο κλο­νί­ζε­ται η ί­δια η ου­σία της ευ­ρω­παϊκής δη­μο­κρα­τίας, του κρά­τους πρό­νοιας, του κρά­τους δι­καίου. Η Ευ­ρώ­πη έ­χει τε­θεί εν αμ­φι­βό­λω. Υπήρ­ξε μια μα­κρά πο­ρεία πο­λι­τι­κής ε­νο­ποίη­σης, και μια υ­περ­δε­κα­ε­τής πο­ρεία νο­μι­σμα­τι­κής ε­νο­ποίη­σης της Ευ­ρώ­πης. Αυ­τή έ­χει υ­πο­στεί σφο­δρά πλήγ­μα­τα. Και λό­γω κα­κών σχε­δια­σμών και λό­γω α­δυ­να­μίας των πο­λι­τι­κών η­γε­σιών ν’ α­ντι­στα­θούν στην πα­ντο­δυ­να­μία των α­γο­ρών. Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι ό­τι αυ­τή τη στιγ­μή βάλ­λε­ται και η Ευ­ρώ­πη και ο Ευ­ρω­παίος άν­θρω­πος, ό­πως τον γνω­ρί­σα­με με­τά τον δεύ­τε­ρο πα­γκό­σμιο πό­λε­μο.

Η Ευ­ρώ­πη μπο­ρεί και πρέ­πει να ε­πα­νι­δρυ­θεί;
Δεν θα το α­πο­φα­σί­σου­με ε­μείς τώ­ρα. Εμείς πρέ­πει να α­πο­φα­σί­σου­με τι προέ­χει για τη σω­τη­ρία της κοι­νω­νίας. Δεν εί­ναι ο­λο­φά­νε­ρο το ι­στο­ρι­κό πρό­ταγ­μα για ό­λους τους αν­θρώ­πους ό­ταν βρε­θούν σε δι­λημ­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις αν θα πρέ­πει να έ­χεις ψω­μί ή ε­λευ­θε­ρία. Μπαί­νουν μπρο­στά μας δι­λήμ­μα­τα που θεω­ρού­σα­με λυ­μέ­να. Όλη οι Ευ­ρω­παίοι με­τά τον πό­λε­μο α­πο­φά­σι­σαν ό­τι θέ­λουν ει­ρή­νη, δη­μο­κρα­τία, δη­μό­σια και δω­ρεάν παι­δεία και υ­γεία. Αυ­τές ή­ταν με­γά­λες κα­τα­κτή­σεις που τώ­ρα αμ­φι­σβη­τού­νται και κομ­μά­τι κομ­μά­τι γκρε­μί­ζο­νται. Κα­τά τού­το η Ελλά­δα εί­ναι το πιο προ­χω­ρη­μέ­νο πε­δίο αυ­τής της κα­τα­στρο­φής.
Για τα «δύο ά­κρα»
Εδώ και αρ­κε­τό και­ρό η ρη­το­ρι­κή της ε­ξί­σω­σης της α­ρι­στε­ράς με την α­κρο­δε­ξιά έ­χει κυ­ριαρ­χή­σει στην πο­λι­τι­κή ατ­ζέ­ντα. Ποια η σκο­πι­μό­τη­τα της ταύ­τι­σης των «δύο ά­κρων»;
Η ταύ­τι­ση του α­ρι­στε­ρού ά­κρου με το α­κρο­δε­ξιό εί­ναι εκ του πο­νη­ρού. Εί­ναι σαν να θέ­λει ο κε­ντρώος χώ­ρος να βγά­λει την ου­ρά του α­π’ έ­ξω α­πό αυ­τό το ο­δυ­νη­ρό φαι­νό­με­νο, την α­νά­δυ­ση ε­νός νε­ο­να­ζι­στι­κού ρεύ­μα­τος, που έ­χει και κά­ποια α­πή­χη­ση στον κό­σμο. Η βα­ναυ­σό­τη­τα του κα­φε­νείου γί­νε­ται πλέ­ον κυ­ρίαρ­χος πο­λι­τι­κός λό­γος. Έχει ει­σβά­λει στο κοι­νο­βού­λιο, ε­πη­ρεά­ζει και με­ρι­κές φο­ρές ο­ρί­ζει την πο­λι­τι­κή ατ­ζέ­ντα. Δεν εί­ναι α­πλώς μια ε­γκλη­μα­τι­κή συμ­μο­ρία, κα­θρε­φτί­ζει και μια βα­ναυ­σό­τη­τα που εί­ναι το τε­λευ­ταίο στά­διο της α­πελ­πι­σίας και της σύγ­χυ­σης. Ο πιο σκλη­ρός δυ­νά­στης εί­ναι ο δού­λος που α­πό τη μια κρα­τιέ­ται α­πό α­λυ­σί­δα και α­πό την άλ­λη κρα­τά βούρ­δου­λα. Θα χτυ­πή­σει τον δι­πλα­νό του. Εί­ναι πράγ­μα­τα που τα έ­χου­με δει στην ι­στο­ρία και δυ­στυ­χώς τα βλέ­που­με τώ­ρα σε μια Ελλά­δα που δεν εί­χε δο­κι­μα­στεί α­πό τέ­τοια προ­βλή­μα­τα.

Πώς πρέ­πει να α­ντι­με­τω­πί­σου­με αυ­τή τη βα­ναυ­σό­τη­τα;
Το πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό του κέ­ντρου θα ή­θε­λε πι­θα­νά να δει την α­ρι­στε­ρά να συ­γκρούε­ται με την ά­κρα δε­ξιά στους δρό­μους και αυ­τοί να πα­ρα­τη­ρούν α­π’ έ­ξω. Η ι­στο­ρι­κή ε­μπει­ρία, ό­μως, έ­χει δεί­ξει ό­τι αν δεν α­ντι­με­τω­πι­στεί ο φα­σι­σμός α­πό έ­να ευ­ρύ α­ντι­φα­σι­στι­κό μέ­τω­πο, θα μας κα­τα­πιεί ό­λους.
Η Χρυ­σή Αυ­γή, πα­ρό­τι με­τά τις ε­κλο­γές συ­νέ­χι­σε τις φα­σι­στι­κές ε­πι­θέ­σεις και τη να­ζι­στι­κή ρη­το­ρι­κή, α­νε­βαί­νει δη­μο­σκο­πι­κά. Πι­στεύεις ό­τι οι ψη­φο­φό­ροι α­σπά­ζο­νται την ι­δε­ο­λο­γία της;
Όχι την ι­δε­ο­λο­γία της, τη συ­μπε­ρι­φο­ρά της. Η Χρυ­σή Αυ­γή εκ­φρά­ζει το βά­ναυ­σο και τυ­φλό τσα­μπου­κά του κα­φε­νείου. Εί­ναι η κα­κιά ό­ψη του Κα­ρα­γκιό­ζη, που ρί­χνει καρ­πα­ζιές α­ντί να συ­νο­μι­λή­σει. Πρέ­πει να μι­λή­σου­με. Οι νέ­οι άν­θρω­ποι δεν έ­χουν μνή­μη του να­ζι­σμού. Έχει χα­θεί η αν­θρώ­πι­νη μνή­μη ως προ­φο­ρι­κή ι­στο­ρία. Το άλ­λο με­γά­λο σφάλ­μα εί­ναι να λέ­με ό­τι η Χρυ­σή Αυ­γή εί­ναι το μα­κρύ χέ­ρι του συ­στή­μα­τος. Αυ­τοί μπο­ρούν να κα­τα­πιούν το σύ­στη­μα και ι­στο­ρι­κά το έ­χου­με δει. Μα­κά­ρι να μη γί­νει, και έ­χου­με α­κό­μα τα πε­ρι­θώ­ρια να το α­πο­τρέ­ψου­με. Δεν θα πρέ­πει να α­ντι­με­τω­πί­σου­με το νε­ο­φα­σι­στι­κό τέ­ρας ού­τε με η­θι­κο­λο­γι­κά ή αι­σθη­τι­κά κρι­τή­ρια, ού­τε με α­πλοϊκά πο­λι­τι­κά ερ­γα­λεία.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙ­ΣΤΕ­ΡΑ
Γί­νε­ται προ­σπά­θεια συ­γκρό­τη­σης ε­νός με­γά­λου κόμ­μα­τος της α­ρι­στε­ράς. Κά­ποιοι στις α­να­λύ­σεις τους ε­κτι­μούν ό­τι πρό­κει­ται για ι­στο­ρι­κή δυ­να­τό­τη­τα και άλ­λοι για ι­στο­ρι­κή α­να­γκαιό­τη­τα. Πι­στεύεις ό­τι η α­ρι­στε­ρά μπο­ρεί να α­πο­τε­λέ­σει διέ­ξο­δο;
Δεν θα έ­λε­γα ό­τι υ­πάρ­χει ι­στο­ρι­κή δυ­να­τό­τη­τα. Εί­ναι μια ι­σχυ­ρή εν­δε­χο­με­νι­κό­τη­τα. Αλλά τα δρώ­ντα υ­πο­κεί­με­να δεν ε­ξε­τά­ζουν μό­νο τις εν­δε­χο­με­νι­κό­τη­τες, δρουν υ­λο­ποιώ­ντας τις βου­λή­σεις τους και ι­κα­νο­ποιώ­ντας τις α­νά­γκες τους. Η α­ρι­στε­ρά δεν ψη­φί­στη­κε για να υ­λο­ποιή­σει έ­να α­ρι­στε­ρό πρό­γραμ­μα. Αν κλη­θεί να κυ­βερ­νή­σει με ο­μα­λό τρό­πο, θα κλη­θεί να δια­σώ­σει μια χώ­ρα και έ­να λαό, ό­λους, α­νε­ξαρ­τή­τως πο­λι­τι­κού προ­σή­μου. Αυ­τή εί­ναι η με­γά­λη ι­στο­ρι­κή πρό­κλη­ση για την α­ρι­στε­ρά που έ­χει να τε­θεί α­πό το με­σο­πό­λε­μο, ό­ταν ό­μως η α­ρι­στε­ρά εί­χε ως πρώ­το μέ­λη­μα την ε­πα­νά­στα­ση, την α­να­τρο­πή. Τώ­ρα φαί­νε­ται να έ­χει α­πο­στο­λή τη διά­σω­ση της δη­μο­κρα­τίας και των κε­κτη­μέ­νων του με­τα­πο­λε­μι­κού αν­θρώ­που. Η α­ρι­στε­ρά, λοι­πόν, έ­χει πο­λύ δύ­σκο­λο δρό­μο. Ξα­να­γυρ­νά στις ρί­ζες της γαλ­λι­κής ε­πα­νά­στα­σης και της δια­κή­ρυ­ξης της α­με­ρι­κα­νι­κής α­νε­ξαρ­τη­σίας. Οι πρώ­τες της ση­μαίες εί­ναι η ι­σό­τη­τα, η α­δελ­φό­τη­τα, η ε­λευ­θε­ρία. Ξε­κι­νά α­πό τό­σο βα­σι­κά πράγ­μα­τα, τα ο­ποία α­κό­μα και οι φι­λε­λεύ­θε­ροι έ­χουν ε­γκα­τα­λεί­ψει. Πρέ­πει, λοι­πόν, να εν­σω­μα­τώ­σει τη φι­λε­λεύ­θε­ρη πα­ρά­δο­ση, την πρω­το­διε­θνι­στι­κή, την κομ­μου­νι­στι­κή, την ε­λευ­θε­ρια­κή, τη δια­φω­τι­στι­κή και τη ρο­μα­ντι­κή. Στο πρό­σω­πο της α­ρι­στε­ράς ο ευ­ρω­παϊκός πο­λι­τι­σμός θα α­να­ζη­τή­σει κά­ποια στιγ­μή ό­λη την α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά του δια­φω­τι­σμού και του ρο­μα­ντι­σμού. Αυ­τό εί­ναι πο­λύ βα­ρύ φορ­τίο, γι’ αυ­τό θα πρέ­πει η α­ρι­στε­ρά να ε­τοι­μά­ζε­ται να δώ­σει α­πα­ντή­σεις σε ι­στο­ρι­κές προ­κλή­σεις και να με­τα­σχη­μα­τι­στεί στην α­ρι­στε­ρά του 21ου αιώ­να, για να υ­πε­ρα­σπι­στεί τα κα­λά του πα­λιού κό­σμου και να θέ­σει τα ο­ρά­μα­τα ε­νός νέ­ου κό­σμου, που δεν θα μοιά­ζει με τον ο­λο­κλη­ρω­τι­σμό του 20ου αιώ­να, το στα­λι­νι­σμό και τον ά­γριο κα­πι­τα­λι­σμό. Η Αρι­στε­ρά του 21ου αιώ­να, ό­πως την α­ντι­λαμ­βά­νο­μαι στην πα­ρού­σα με­ταιχ­μια­κή κα­τά­στα­ση, δεν ευαγ­γε­λί­ζε­ται μό­νο το μέλ­λον, την πρω­το­πο­ρία, την ου­το­πία, αλ­λά υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται και τη δια­φύ­λα­ξη των κα­τα­κτή­σεων του πα­ρελ­θό­ντος, εί­ναι ταυ­το­χρό­νως πα­ρα­δο­σια­κή και πρω­το­πο­ρια­κή.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μπο­ρεί να εκ­φρά­σει την α­ρι­στε­ρά του 21ου αιώ­να;
Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα πρέ­πει να α­κο­λου­θή­σει αυ­τόν τον ο­λι­στι­κό τρό­πο. Να φτιά­ξει το πρό­πλα­σμα του νέ­ου κό­σμου. Το 27% του ε­κλο­γι­κού σώ­μα­τος που τον ψή­φι­σαν δεν εί­ναι α­ρι­στε­ροί. Εί­ναι α­πό τη μια α­πελ­πι­σμέ­νοι Έλλη­νες που θέ­λουν να σω­θούν και α­πό την άλ­λη Έλλη­νες που θέ­λουν να ελ­πί­ζουν. Γι’ αυ­τό ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα πρέ­πει να μι­λή­σει με ει­λι­κρί­νεια και ό­χι να α­ντι­με­τω­πί­σει το λαό ως εύ­πλα­στο ό­χλο. Αυ­τό το κά­νει ο φα­σι­σμός. Η α­ρι­στε­ρά α­ντι­με­τω­πί­ζει πο­λί­τες, πρό­σω­πα, αν­θρώ­πους που εί­ναι δια­τε­θει­μέ­νοι να α­κού­σουν σκλη­ρές α­λή­θειες και να δου­λέ­ψουν και να πο­λε­μή­σουν για την ε­λευ­θε­ρία και τη δη­μο­κρα­τία. Εί­ναι διά­σπαρ­τα τα φω­τει­νά πα­ρα­δείγ­μα­τα, οι προ­σπά­θειες, οι ι­δέες και οι πρά­ξεις α­πό τη γαλ­λι­κή ε­πα­νά­στα­ση μέ­χρι σή­με­ρα. Αυ­τά α­πο­τε­λούν τους σπό­ρους που θα πρέ­πει τώ­ρα να τους κά­νου­με να καρ­πί­σουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου