Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Η Συμμετοχή του Κοινού στη Λήψη Αποφάσεων στο Νέο Θεσμικό Πλαίσιο Χωρικού Σχεδιασμού και Περιβάλλοντος

ΚΩΝ/ΝΤΙΝΟΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ  Σχολή Αγρονόμων - Τοπογράφων Μηχανικών Ε. Μ.Π.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΕΑ   Σχολή Αγρονόμων -Τοπογράφων Μηχανικών Ε. Μ. Π.

Οι παρεμβάσεις του χωρικού σχεδιασμού είναι στενά συνδεδεμένες με το περιβάλλον, με το σχεδιασμό να αποτελεί εργαλείο για τη διαμόρφωση και προστασία του φυσικού και δομημένου χώρου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παραπάνω σχέση στη χωροθέτηση επιμέρους έργων και δραστηριοτήτων και τη μελέτη των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλει ήδη από το 1985 την αξιολόγηση των επιπτώσεων δημόσιων και ιδιωτικών
έργων και δραστηριοτήτων στο περιβάλλον (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ), ενώ με την Οδηγία 2001/42/ΕΚ η υποχρέωση για περιβαλλοντική αξιολόγηση επεκτείνεται και στο χωρικό σχεδιασμό.

Ταυτόχρονα, με την υπογραφή και κύρωση της Σύμβασης του Άαρχους και την ενσωμάτωσή της στην Ευρωπαϊκή (και εθνική) νομοθεσία, η πρόσβαση σε πληροφορία και η συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις που έχουν περιβαλλοντική διάσταση αποτελεί θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, καθίσταται υποχρεωτική η συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν σε προγράμματα, πολιτικές, σχέδια, έργα και δραστηριότητες που έχουν επίπτωση στο περιβάλλον, με σκοπό τη δυνατότητα έκφρασης των απόψεών του και παρέμβασης για την προστασία του περιβάλλοντος και τη συνδιαμόρφωση των αποφάσεων που έχουν επίπτωση σε αυτό. 
Η αποτελεσματική συμμετοχή απαιτεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα διαβουλεύσεων μεταξύ των κέντρων λήψης αποφάσεων και του κοινού.  Η χώρα μας, εν μέσω της παρούσας δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, αναμόρφωσε το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού μέσα από το νέο νόμο για τη χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση και τη βιώσιμη ανάπτυξη (Ν. 4269/2014) και το νόμο για την περιβαλλοντική αξιολόγηση έργων και δραστηριοτήτων (Ν.4014/2011). 
Το πολιτικό πλαίσιο της αναμόρφωσης αυτής απέρρεε από την ανάγκη μείωσης της γραφειοκρατίας και ενδυνάμωσης του επενδυτικού κλίματος, με στόχο την οικονομική ανάκαμψη.  
Οι δύο στόχοι, αυτός δηλαδή της συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και αυτός της διαμόρφωσης ενός ελκυστικού, για την προσέλκυση επενδυτικών δραστηριοτήτων, θεσμικού πλαισίου χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αξιολόγησης είναι εκ πρώτης όψεως αντικρουόμενοι. Με δεδομένη την έμφαση που δίνεται σήμερα διεθνώς στη συμμετοχή του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ένα φάσμα χωρικών προβλημάτων και χωρικών επιπέδων λήψης αποφάσεων (τοπικό, περιφερειακό κ.λπ.), αποτελεί ζήτημα προς διερεύνηση αν από την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου υποβαθμίστηκε ο ρόλος της συμμετοχής του κοινού στο χωρικό σχεδιασμό και την περιβαλλοντική αξιολόγηση. 
Το ζήτημα αυτό αποτελεί το στόχο της παρούσας εργασίας, όπου διερευνώνται οι αλλαγές του ρόλου του κοινού στη διαδικασία λήψης χωρικών αποφάσεων με περιβαλλοντική επίπτωση, μέσα από την αντιπαραβολή του προϋφιστάμενου και του νέου θεσμικού πλαισίου. 
Η διερεύνηση αυτή αποσκοπεί: 
α) σε μία πρώτη καταγραφή ενδεχόμενων αδυναμιών του νέου νομοθετικού πλαισίου ως προς τη συμμετοχική διάσταση, και 
β) στην αξιολόγηση αυτών, στο πλαίσιο ενός σύγχρονου χωρικού σχεδιασμού για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάκαμψη της χώρας. 
1. Εισαγωγή 
Ο χωρικός σχεδιασμός είναι στενά συνδεδεμένος με την προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, με το δεύτερο να αποτελεί έναν από τους πυλώνες του γενικότερου σχεδιαστικού στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης, στο πλαίσιο του οποίου λαμβάνει χώρα ο χωρικός σχεδιασμός. 
Πολλές φορές όμως, έργα και δραστηριότητες που είναι συμβατές με τον ευρύτερο χωρικό σχεδιασμό δημιουργούν δυσανάλογα αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον εξ αιτίας του μη περιβαλλοντικά φιλικού σχεδιασμού τους. Άλλες φορές, εξ αιτίας της έλλειψης εγκεκριμένου χωρικού σχεδιασμού ή για λόγους αντιμετώπισης κοινωνικών αναγκών χωροθετούνται σημαντικά έργα, χωρίς να προβλέπονται στον εγκεκριμένο χωρικό σχεδιασμό. Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή νομοθεσία επιβάλλει ήδη από το 1985 την αξιολόγηση των επιπτώσεων δημόσιων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων στο περιβάλλον (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ), ενώ με την Οδηγία 2001/42/ΕΚ η υποχρέωση για περιβαλλοντική αξιολόγηση επεκτείνεται και στο χωρικό σχεδιασμό, με την εισαγωγή της διαδικασίας της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης. Ταυτόχρονα, με την υπογραφή και κύρωση της Σύμβασης του Άαρχους (UNECE, 1998) και την ενσωμάτωσή της στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγία 2003/35/ΕΚ), η πρόσβαση σε πληροφορία και η συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις που έχουν περιβαλλοντική διάσταση αποτελεί θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, και καθίσταται υποχρεωτική στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν σε προγράμματα, πολιτικές, σχέδια, έργα και δραστηριότητες που έχουν επίπτωση στο περιβάλλον, με σκοπό τη δυνατότητα έκφρασης των απόψεών του και παρέμβασης για την προστασία του περιβάλλοντος και τη συνδιαμόρφωση των αποφάσεων που έχουν επίπτωση σε αυτό. 
Η συμμετοχή απαιτεί ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού με επαρκή και αποτελεσματικό τρόπο σχετικά με την προτεινόμενη δραστηριότητα, τη φύση των δυνατών αποφάσεων ή το σχέδιο απόφασης και τη διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και το χρονοδιάγραμμα συμμετοχής του κοινού. 
Απαιτείται ακόμη ο καθορισμός εύλογου χρονοδιαγράμματος για τις διαφορετικές φάσεις της συμμετοχής, που αποσκοπεί στην επαρκή προετοιμασία του κοινού για μια ουσιαστική παρέμβαση, ενώ η συμμετοχή επιβάλλεται να λαμβάνει χώρα όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη ανοιχτές.  
Η συμμετοχή του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων έχει μεγάλη προστιθέμενη αξία για μία κοινωνία αποτελώντας, όπως οι εμπειρικές μελέτες καταδεικνύουν, μία διαδικασία ωρίμανσης των πολιτών. Έχει ακόμη σημαντική προστιθέμενη αξία για τον ίδιο το χωρικό σχεδιασμό, καθιστώντας τις σχεδιαστικές παρεμβάσεις πιο αποτελεσματικές τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την εφαρμογή τους και ενσωματώνοντας σε αυτές τις διαφορετικές απόψεις, ανάγκες αλλά και προσδοκίες του κοινού. 
Ακόμη, μπορεί να οδηγεί στην άμβλυνση των συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών ομάδων, που είναι αναπόφευκτες στο χωρικό σχεδιασμό και το σχεδιασμό έργων και δραστηριοτήτων, ελαχιστοποιώντας τις δικαστικές εμπλοκές. 
Τέλος προσδίδει στις αποφάσεις μεγαλύτερη νομιμοποίηση και εγκυρότητα σε ένα περιβάλλον αντιτικρουόμενων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων (Στρατηγέα, 2009). Η χώρα μας, εν μέσω της παρούσης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, αναμόρφωσε το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού, μέσα από το νέο νόμο για τη χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση και τη βιώσιμη ανάπτυξη (Ν. 4269/2014) και το νόμο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων (Ν.4014/2011). 
Το πολιτικό πλαίσιο της αναμόρφωσης αυτής απέρρεε από την ανάγκη μείωσης της γραφειοκρατίας και ενδυνάμωσης του επενδυτικού κλίματος, με στόχο την οικονομική ανάκαμψη.  Με δεδομένη την έμφαση που δίνεται σήμερα διεθνώς στη συμμετοχή του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ένα φάσμα χωρικών προβλημάτων και χωρικών επιπέδων λήψης αποφάσεων, αποτελεί ζήτημα προς διερεύνηση αν από την παραπάνω αναμόρφωση υποβαθμίστηκε ο ρόλος της συμμετοχής του κοινού. 
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν ο στόχος της συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες λήψης απόφασης και ο στόχος της διαμόρφωσης ενός ελκυστικού, για την προσέλκυση επενδυτικών δραστηριοτήτων, νομοθετικού πλαισίου χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αξιολόγησης είναι αντικρουόμενοι. 
Το ερώτημα αυτό αποτελεί το στόχο της παρούσας εργασίας, όπου διερευνώνται οι αλλαγές του ρόλου του κοινού στη διαδικασία λήψης χωρικών αποφάσεων με περιβαλλοντική επίπτωση, μέσα από την αντιπαραβολή του προϋφιστάμενου και του νέου θεσμικού πλαισίου. 
Η δομή της εργασίας έχει ως ακολούθως: 
στην ενότητα 2 γίνεται μία εισαγωγή στην έννοια της συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, 
στην ενότητα 3 δίνεται το ‘στίγμα’ του νέου θεσμικού πλαισίου για το χωρικό σχεδιασμό και την περιβαλλοντική αξιολόγηση, 
στην ενότητα 4 γίνεται η σύγκριση του νέου και του προϋφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου και αξιολογούνται οι αλλαγές που επέρχονται σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού, ενώ τέλος 
στην ενότητα 5 παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της εργασίας. 
2. Η συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων 
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες καταγράφεται διεθνώς μία σημαντική στροφή προς τη διεύρυνση της συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, με στόχο τη συμπερίληψη των διαφορετικών οπτικών / προτεραιοτήτων πολιτών και ομάδων συμφερόντων (stakeholders) στη χάραξη πολιτικής και την ανάπτυξη και εφαρμογή σχεδίων, προγραμμάτων κ.λπ. 
Η στροφή αυτή αποτελεί προϊόν σειράς παραγόντων, οι σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι (Στρατηγέα, 2015): 
 η αλλαγή στο μοντέλο λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικής, από ένα συγκεντρωτικό μοντέλο λήψης αποφάσεων (‘από πάνω προς τα κάτω’), όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν από μικρή ομάδα τεχνοκρατών και φορέων της κεντρικής διοίκησης, σε ένα αποκεντρωτικό μοντέλο (‘από κάτω προς τα πάνω’), με το πέρασμα αρμοδιοτήτων στο τοπικό επίπεδο. 
 η ‘ωρίμανση’ των πολιτών, μέσα από την πλατιά ενημέρωσή τους, που καθιστά αυτούς κοινωνούς των προβλημάτων και των προκλήσεων και ανοίγει νέα πεδία δράσης και πίεσης, με έμφαση σε αυτά της περιβαλλοντικής προστασίας και της ποιότητας ζωής. 
 η κατανόηση ότι, στο τοπικό επίπεδο, οι πολίτες έχουν βαθύτερη γνώση των προβλημάτων, αλλά και των προτεραιοτήτων τους, στοιχείο καθοριστικό για την ιεράρχηση των παρεμβάσεων και τις επιλογές του σχεδιασμού.  Επιπλέον, υπό το φως της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης, σημειώνονται επίσης σημαντικές αλλαγές στα θέματα που αφορούν στη διαχείριση του χώρου, όπου οι τάσεις που καταγράφονται αφορούν (Ευαγγελίδου, 2007): 
 στη διείσδυση ιδιωτικών κεφαλαίων σε δραστηριότητες του δημόσιου τομέα μέσα από την ανάπτυξη συνεργασιών, η αποδοχή και ‘νομιμοποίηση’ των οποίων απαιτεί την υιοθέτηση διάφανων και πλουραλιστικών προσεγγίσεων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.  
 στην ένταση του ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα, στοιχείο που προβάλλει την απαίτηση της ‘χωρικής διακυβέρνησης’, μέσα από την οποία ο χωρικός σχεδιασμός καλείται να στηρίξει τη χάραξη πολιτικής, αλλά και να δώσει την κατεύθυνση για την ανάπτυξη επενδυτικών στρατηγικών για τον ιδιωτικό τομέα (Βασενχόβεν και άλλοι, 2010). 
 στην εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών στην αναπτυξιακή διαδικασία και τη δημιουργία, μέσα από τις κατάλληλες χωρικές πολιτικές που σχεδιάζονται με συμμετοχικές διαδικασίες, νέων ευκαιριών ανάπτυξης της τοπικής επιχειρηματικότητας.  Ο ρόλος της συμμετοχής είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, ενώ βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για την επιδίωξη του σχεδιαστικού στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης. Η σημαντικότητα αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η διαδικασία της συμμετοχής αποτελεί ουσιαστικά μία ‘πλατφόρμα συνεργασίας’, πάνω στην οποία το κοινό και οι ομάδες συμφερόντων επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν με τα κέντρα λήψης αποφάσεων και τους σχεδιαστές, στο πλαίσιο των προβλημάτων του σχεδιασμού (Στρατηγέα, 2015). Στόχος της αλληλεπίδρασης αυτής είναι η μετατροπή «... προβληματικών καταστάσεων σε προβλήματα πολιτικής, για τα οποία, μέσα από έναν πολιτικό διάλογο, τίθενται από κοινού στόχοι προς επίτευξη, λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση” (Rein και Schoen, 1993:145).  
Ο βαθμός συμμετοχής του κοινού σε μία συμμετοχική διαδικασία μπορεί να ποικίλλει, ανάλογα με το βαθμό ελέγχου που αυτό έχει στην πληροφορία, τη διαδικασία λήψης απόφασης και την εφαρμογή της (Στρατηγέα, 2015). 
Στο πλαίσιο αυτό, ορίζονται διαφορετικοί τύποι συμμετοχής, κάθε ένας από τους οποίους αποτυπώνει ένα διαφορετικό βαθμό ελέγχου των συμμετεχόντων στα παραπάνω ζητήματα. 
Στους τύπους αυτούς, ο βαθμός συμμετοχής ποικίλει από την παθητική (μηδενική) συμμετοχή - οι συμμετέχοντες ως παθητικοί ακροατές ειλημμένων αποφάσεων - έως την πλήρη πρωτοβουλία της όλης συμμετοχικής διαδικασίας - ουσιαστική συμμετοχή - όπου οι συμμετέχοντες έχουν τον απόλυτο έλεγχο στην πρόσβαση στην πληροφορία, τη διαδικασία λήψης απόφασης και την εφαρμογή της. 
Η Arnstein (1969), πρωτοπόρος στα θέματα της συμμετοχής, διέκρινε με βάση το βαθμό συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία λήψης απόφασης οκτώ τύπους συμμετοχής, που αποτυπώνονται στη γνωστή ‘σκάλα’ συμμετοχής (Σχήμα 1). 
Οι τύποι αυτοί ακολουθούν μία κλιμάκωση από τη ‘μη συμμετοχή’ έως τον απόλυτο έλεγχο του κοινού, η οποία ταυτόχρονα αντιστοιχεί και σε έναν διαφορετικό βαθμό ενδυνάμωσής του στην παραπάνω διαδικασία (Carver, 2001). 
Η διάκριση της Arnstein απετέλεσε τη βάση για περαιτέρω εμβάθυνση στους διαφορετικούς τύπους συμμετοχής από διάφορους ερευνητές (βλ. Green και Hunton-Clarke, 2003∙ Duraiappah και άλλοι, 2005∙ κ.ά.). 
Η συμμετοχή του κοινού σε θέματα χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αξιολόγησης είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ, υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών, περιβαλλοντικών, τεχνολογικών και άλλων εξελίξεων και συνδέεται στενά με το αίτημα της κοινωνίας για εμπλοκή στη διαχείριση των πόρων και τη χάραξη προτεραιοτήτων που να αντικατοπτρίζουν τα οράματα του κοινωνικού συνόλου. Ένα σημαντικό επίσης αίτημα αφορά στην εμπλοκή των λιγότερο ισχυρών κοινωνικών ομάδων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στοιχείο σημαντικό για την ίση δυνατότητα έκφρασης όλων των ομάδων της κοινωνίας και την ισότιμη πρόσβαση αυτών σε πόρους.   
3. Νέο θεσμικό πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αξιολόγησης 
3.1 Νέο θεσμικό πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού 
Ο ισχύον νόμος που ρυθμίζει το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό είναι ο Ν. 4269/2014 (ΦΕΚ 142/Α/28.6.2014) ‘Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση – Βιώσιμη Ανάπτυξη’, με βάση τον οποίο το σύστημα χωρικού σχεδιασμού της χώρας αρθρώνεται σε δύο επίπεδα (Σχήμα 2), το Στρατηγικό και το Ρυθμιστικό Χωρικό Σχεδιασμό, με τον πρώτο να καθορίζει τη στρατηγική κατεύθυνση χωρικής ανάπτυξης της χώρας και το δεύτερο να καθορίζει το πλαίσιο χωρικής ανάπτυξης σε πιο τοπική κλίμακα. 
Στο επίπεδο του Στρατηγικού Χωρικού Σχεδιασμού εντάσσονται (Σχήμα 2): 
 H Εθνική Χωροταξική Στρατηγική, που καθορίζει τους βασικούς άξονες, τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους χωρικής ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο, καθώς και τα προτεινόμενα μέτρα και δράσεις προς την επιθυμητή κατεύθυνση. 
 Τα Εθνικά Χωροταξικά Πλαίσια, που δίνουν τις κατευθύνσεις του στρατηγικού χωροταξικού σχεδιασμού για σειρά ζητημάτων όπως: εθνικοί πόλοι ανάπτυξης, δομή οικιστικού δικτύου, τομείς/κλάδοι παραγωγικών δραστηριοτήτων, υποδομές κ.λπ. 
 Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, που δίνουν τις κατευθύνσεις του στρατηγικού χωροταξικού σχεδιασμού σε περιφερειακή χωρική κλίμακα.  Στο επίπεδο του Ρυθμιστικού Χωρικού Σχεδιασμού εντάσσονται (Σχήμα 2): 
 Τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, που οριοθετούν σε μία δημοτική ενότητα / δήμο / σύνολο δήμων τις οικιστικές περιοχές, τις περιοχές παραγωγικών δραστηριοτήτων, τις περιοχές προστασίας, τις χρήσεις γης και τους γενικούς όρους και περιορισμούς δόμησης. 
 Τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια, που αφορούν επίσης σε τοπική κλίμακα, δεν έχουν όμως ως αναφορά τα όρια των τοπικών αυτοδιοικήσεων. Εκπονούνται όταν ο στόχος είναι ο σχεδιασμός μιας περιοχής, όπου επίκειται η υλοποίηση μιας μεγάλης επένδυσης ή όπου απαιτείται η θεσμοθέτηση ειδικών χρήσεων γης, που δεν προβλέπονται από το Τοπικό Χωρικό Σχέδιο.  
 Τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής, γνωστά ως σχέδια πόλεως, τα οποία εγκρίνονται στις περιοχές που προβλέπεται η δυνατότητα οικοδόμησής τους από το Τοπικό Χωρικό Σχέδιο. 
Οι διαδικασίες συμμετοχής του κοινού που προβλέπονται από το νέο θεσμικό πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού, παρουσιάζονται στο Σχήμα 3. Πιο συγκεκριμένα: Για τη λήψη απόφασης σχετικά με την Εθνική Χωροταξική Στρατηγική δεν προβλέπονται διαδικασίες άμεσης συμμετοχής του κοινού. Όργανο κοινωνικού διαλόγου αποτελεί το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, με συμβουλευτικό ρόλο (γνωμοδότηση), στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι από την τοπική αυτοδιοίκηση, τους επιστημονικούς φορείς, τους κοινωνικούς εταίρους και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Για την κατάρτιση των Εθνικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων γνωμοδοτεί Εκτελεστική Επιτροπή, που αποτελεί μέρος του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας  
Η αυτοδιοίκηση έχει επίσης το ρόλο της έμμεσης μεταφοράς της γνώμης του κοινού. Το Περιφερειακό Συμβούλιο γνωμοδοτεί για τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια και το Δημοτικό Συμβούλιο για τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια και τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής, ενώ δεν προβλέπεται γνωμοδότηση για τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια. Άμεση συμμετοχή του κοινού προβλέπεται κατά τη διαδικασία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, σε εφαρμογή της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ (ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο - ΦΕΚ 1125/Β/2006). 
Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιεύεται στον τύπο η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), που αναλύει τις επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον. 
Εντός 30 ημερών, το κοινό έχει τη δυνατότητα να προωθήσει τα σχόλιά του στην αρχή σχεδιασμού. Προαιρετικά για τη διαβούλευση προβλέπεται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων, δημόσιων ακροάσεων, συνεντεύξεων, ανοικτών συζητήσεων, διαλόγου μέσω διαδικτύου. Τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν, ενώ στην τελική απόφαση δίνονται πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα της παρέμβασης του κοινού. Η διαδικασία αυτή γίνεται για τα Εθνικά Χωροταξικά Πλαίσια, τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια και τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια. Η διαβούλευση έχει ως θέμα το χωρικό σχεδιασμό και την αρτιότητα της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. 
Έκφραση γνώμης έχει το κοινό και για τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής. Τα σχέδια αυτά αναρτώνται στο Δημοτικό Κατάστημα (20 ημέρες ή 25 ημέρες μετά από αιτιολογημένη εισήγηση) και δημοσιεύονται στον τύπο. Στο διάστημα αυτό, το κοινό έχει δικαίωμα υποβολής ενστάσεων που, αν ληφθούν υπόψη, τροποποιούν τα σχετικά σχέδια και αναρτώνται εκ νέου, χωρίς αυτή τη φορά δικαίωμα υποβολής ενστάσεων. 
3.2 Νέο θεσμικό πλαίσιο αξιολόγησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων ή δραστηριοτήτων 
Ο Ν. 4014/2011 ρυθμίζει τον τρόπο περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων (ΦΕΚ 209/Α/21.9.2011). Ταξινομεί τα έργα και τις δραστηριότητες σε δύο βασικές κατηγορίες: τα έργα Α’ Κατηγορίας, που έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και για τα οποία καθίσταται υποχρεωτική η εκπόνηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και η Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων πριν την αδειοδότησή τους, και τα έργα Β’ Κατηγορίας, τα οποία δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και δεν ακολουθείται η διαδικασία της εκπόνησης ειδικής μελέτης, ούτε απαιτείται διαβούλευση με το κοινό. Η διαδικασία διαβούλευσης για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων Α’ Κατηγορίας παρουσιάζεται στο Σχήμα 4. 
Ο Προκαταρκτικός Προσδιορισμός Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων (ΠΠΠΑ) είναι μία προαιρετική διαδικασία που υλοποιεί ο φορέας του έργου / δραστηριότητας για να διαπιστώσει αν αυτό είναι αποδεκτό από περιβαλλοντικής άποψης, πριν υποβάλλει τις οριστικές μελέτες. 
Αν ο φορέας του έργου / δραστηριότητας αποφασίσει να ακολουθήσει τη διαδικασία αυτή δύναται (επίσης προαιρετικά) να διενεργήσει, με πρωτοβουλία και δαπάνες του, δημόσιο διάλογο με το κοινό σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου / δραστηριότητας και τις ενδεχόμενες κύριες επιπτώσεις του στο περιβάλλον. 
Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέσο, π.χ. ανακοινώσεις στα μέσα ενημέρωσης, οργάνωση ημερίδων, αναρτήσεις στο διαδίκτυο ανακοινώσεων και στοιχείων που αφορούν στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου, κ.λπ. Τα πορίσματα του δημοσίου διαλόγου λαμβάνονται υπόψιν για τον περαιτέρω τεχνικό σχεδιασμό και την εκπόνηση της ΜΠΕ του έργου / δραστηριότητας (ΦΕΚ 45/Β/15.1.2014). 
Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι μία πλήρης μελέτη καταγραφής των επιπτώσεων στο περιβάλλον ενός έργου / δραστηριότητας. Όταν ολοκληρώνεται, αποστέλλεται προς το Περιφερειακό Συμβούλιο της οικείας Περιφέρειας, το οποίο έχει υποχρέωση να:  
Σχήμα 4
αναρτά στην τηρούμενη από την Περιφέρεια ιστοσελίδα, στο οικείο κατάστημα και να δημοσιεύει σε μια τουλάχιστον εφημερίδα ανακοίνωση, που περιλαμβάνει πληροφορίες για: το έργο, την αρμόδια περιβαλλοντική αρχή και τον τρόπο ενημέρωσης και συμμετοχής, 
 καλεί το ενδιαφερόμενο κοινό να ενημερωθεί και να εκφράσει τις απόψεις του, θέτοντας στη διάθεσή του κάθε περιβαλλοντική πληροφορία,  
 καλεί τα οικεία Δημοτικά Συμβούλια, τις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής, τις Δημοτικές Επιτροπές Διαβούλευσης και τα Συμβούλια Τοπικής ή Δημοτικής Κοινότητας να διατυπώσουν γνώμη.  Οι απόψεις του κοινού συγκεντρώνονται εντός 45 εργάσιμων ημερών από τη δημοσιοποίηση της ΜΠΕ, αν πρόκειται για έργα της υποκατηγορίας Α1 (πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον) ή εντός 35 εργάσιμων ημερών, αν πρόκειται για έργα της υποκατηγορίας Α2 (μικρότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον). Στο Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο (ΗΠΜ) υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στο κοινό, που μπορεί να ενημερωθεί για τις περιβαλλοντικές μελέτες που είναι σε διαβούλευση, τις γνωμοδοτήσεις των φορέων και τις απόψεις του ενδιαφερόμενου κοινού επί αυτών (ΦΕΚ 1817/Β/2.7.2014). Για έργα εθνικής σημασίας μπορεί η διαδικασία συμμετοχής του κοινού να παραλείπεται (Ν. 4146/2013 – ΦΕΚ 90/Α/18.4.2013). 
4. Σύγκριση νέου και προϋφιστάμενου (προ 2009) θεσμικού πλαισίου χωρικού σχεδιασμού και περιβάλλοντος 
4.1 Χωρικός σχεδιασμός 
Το νομοθετικό πλαίσιο που καθόριζε τον τρόπο συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων στην Ελλάδα για θέματα χωρικού σχεδιασμού και περιβάλλοντος περιελάμβανε το Ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207/Α/7.10.1999), που ρύθμιζε το χωροταξικό σχεδιασμό (πλέον Στρατηγικό Χωρικό Σχεδιασμό) και το Ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124/Α/13.6.1997), που ρύθμιζε τον πολεοδομικό σχεδιασμό (πλέον Ρυθμιστικό Χωρικό Σχεδιασμό).  
Η σύγκριση του νέου σε σχέση με το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο για το σχεδιασμό του χώρου καταδεικνύει τις παρακάτω διαφορές σε σχέση με τη συμμετοχή του κοινού: 
 Το όργανο κοινωνικού διαλόγου για το Χωροταξικό Σχεδιασμό στο προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο - Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης - είχε σημαντικό παρεμβατικό ρόλο, αφού γνωμοδοτούσε σε πλήρη σύνθεση για το Γενικό και τα Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού (Σερράος, 2014). Αντίθετα, η Εκτελεστική Επιτροπή του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας, που γνωμοδοτεί με βάση το νέο θεσμικό πλαίσιο για τα Εθνικά και τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, έχει περιορισμένη σύνθεση, υποβαθμίζοντας την έννοια της ίσης δυνατότητας συμμετοχής των εμπλεκομένων και τον πλουραλισμό των απόψεων στα επίπεδα αυτά σχεδιασμού. 
 Το αντικείμενο της διαβούλευσης της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, με βάση το παλαιότερο θεσμικό πλαίσιο, περιοριζόταν στην αξιολόγηση της ΣΜΠΕ, δηλαδή του τεχνικού συνοδευτικού κειμένου που ανέλυε τις επιπτώσεις του χωρικού σχεδιασμού στο περιβάλλον. Στο νέο θεσμικό πλαίσιο διευκρινίζεται ότι οι διαδικασίες διαβούλευσης των ΣΜΠΕ και των Χωροταξικών Πλαισίων είναι κοινές (άρθρο 5, παρ.3 και άρθρο 6, παρ.4) διευρύνοντας έτσι το ρόλο της συμμετοχής τόσο επί της ουσίας του χωρικού σχεδιασμού όσο και επί της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης του προκύπτοντος σχεδίου. 
 Στο Ν. 2508/1997 αναφερόταν: «Η πραγμάτωση των σκοπών του νόμου επιδιώκεται με διαδικασίες συμμετοχής και αποκέντρωσης που, εκτός από τις πρωτοβουλίες, τη σύμπραξη και τις αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης, περιλαμβάνουν κατά το δυνατόν την ενεργό συμμετοχή του πολίτη και των κοινωνικών φορέων στη διαμόρφωση των επιλογών, των στόχων και προτεραιοτήτων, στη διάρθρωση των επί μέρους σχεδίων και προγραμμάτων και στην παρακολούθηση της εφαρμογής τους». 
Ειδικότερα προέβλεπε ότι το κοινό ενημερώνεται και συμμετέχει στη σύνταξη του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (αφορούσε αστικές περιοχές) ή των Σχεδίων Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (αφορούσε αγροτικές περιοχές) με κάθε πρόσφορο τρόπο, όπως π.χ. με ανοικτές συγκεντρώσεις ή με ενημέρωση από τον τύπο. Έπρεπε να γίνει ρητή μνεία για τις διαδικασίες αυτές στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Στα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, που αντικατέστησαν τα ΓΠΣ και τα ΣΧΟΟΑΠ, δεν υπάρχει πλέον υποχρέωση για άλλη διαβούλευση, πλην αυτής που συνοδεύει τη Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση. Το κοινό δηλαδή συμμετέχει μόνο στην αξιολόγηση της ΣΜΠΕ. 
 Για την ανάρτηση των πολεοδομικών μελετών του Ν.2508/1997 ίσχυαν τα αναφερόμενα στο Ν.Δ. 17-07-1923 (ΦΕΚ 228/Α/1923). Στο νέο θεσμικό πλαίσιο, το Ρυμοτομικό Σχέδιο Εφαρμογής που αντικατέστησε την πολεοδομική μελέτη, αναρτάται για λίγο μεγαλύτερο διάστημα (βλ. Πίνακα 1). 
4.2 Περιβαλλοντική αδειοδότηση 
Η απόφαση που καθόριζε τον τρόπο συμμετοχής του κοινού στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης πριν το 2009, ήταν η ΚΥΑ ΗΠ 37111/2021/2003 (ΦΕΚ 1391/Β/29.09.2003). 
Η σύγκρισή της με τις πρόνοιες του νέου νομοθετικού πλαισίου για την περιβαλλοντική αδειοδότηση καταδεικνύει τις παρακάτω διαφορές ως προς τις διαδικασίες συμμετοχής του κοινού:  
 Στο προϋπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν υπήρχε η δυνατότητα διαβούλευσης με το κοινό όταν γινόταν προκαταρκτική αξιολόγηση ενός έργου /δραστηριότητας με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, που δεν προβλέπονταν από εγκεκριμένο χωρικό σχεδιασμό. Η αξιολόγηση λάμβανε χώρα μέσα από την Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που ήταν μία υποχρεωτική διαδικασία. Η εν λόγω μελέτη στο νέο θεσμικό πλαίσιο μετονομάστηκε σε Προκαταρκτικό Προσδιορισμό Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων, έχει προαιρετικό χαρακτήρα και περιλαμβάνει, επίσης προαιρετικά, διαβούλευση με το κοινό (βλ. Σχήμα 3). 
 Σε σχέση με το προϋπάρχον, στο νέο θεσμικό πλαίσιο: - Σχεδόν διπλασιάστηκε (από 1 σε σχεδόν 2 μήνες) η προθεσμία που δίνεται για να λάβει γνώση το κοινό και να συμμετέχει στο σχολιασμό της ΜΠΕ. - Αξιοποιείται ένα πλήθος δημοτικών επιτροπών, που συστάθηκαν με τη διοικητική μεταρρύθυμιση “Καλλικράτη” (2010), στις οποίες αποστέλλεται, πέραν του δημοτικού συμβουλίου, η ΜΠΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων επιτροπών είναι η Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης, στην οποία εκπροσωπείται ένας σημαντικός αριθμός ομάδων της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται τη διεύρυνση των ομάδων - αποδεκτών και των σχετικών απόψεων επί της μελέτης. - Προβλέπεται η διαδικτυακή πρόσβαση στη ΜΠΕ, μειώνοντας το χρόνο και το κόστος της επικοινωνίας της και διευρύνοντας το φάσμα των αποδεκτών και άρα την ποιότητα της συμμετοχής (διεύρυνση ομάδων συμμετεχόντων, ίση δυνατότητα πρόσβασης, εξισορρόπηση ισχυρών και λιγότερο ισχυρών ομάδων στη συμμετοχή, κ.λπ.). - Προστέθηκε ένα ‘παράθυρο’ για την παράκαμψη της συμμετοχικής διαδικασίας, που δεν υπήρχε στο προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο. Έτσι, αν ένα έργο χαρακτηριστεί ως «εθνικής σημασίας», μπορεί να παραλείπεται η διαβούλευση με το κοινό. Το στοιχείο αυτό, ως προϊόν της τρέχουσας υφεσιακής συγκυρίας, υποβαθμίζει τη συμμετοχή του κοινού και τη σημασία της, θεωρώντας αυτή σε κάποιες περιπτώσεις ως ‘εμπόδιο’ στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. 
4.3 Αξιολόγηση μεταβολών που επήλθαν στο νομοθετικό πλαίσιο 
Η προηγούμενη ανάλυση φανερώνει ότι το νέο νομοθετικό πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αξιολόγησης δεν ‘αδυνάτισε’ σημαντικά τις προβλέψεις συμμετοχής του κοινού. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δυνατότητες εμπλοκής του κοινού στη διαδικασία περιορίστηκαν, κυρίως στο χωρικό σχεδιασμό, σε άλλες περιπτώσεις βελτιώθηκαν, κυρίως στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Η φύση της συμμετοχής του κοινού στο νέο νομοθετικό πλαίσιο παραμένει στο επίπεδο της παθητικής ή της συμβολικής συμμετοχής (Σχήμα 1), όμοια με τη φύση της συμμετοχής του ‘προ κρίσης’ νομοθετικού πλαισίου, ενώ μία περισσότερο ενεργητική συμμετοχή του κοινού στο χωρικό σχεδιασμό και την περιβαλλοντική αξιολόγηση δεν προβλέπεται1.  
Ο Στρατηγικός Χωρικός Σχεδιασμός, μετά τον περιορισμό του συμβουλευτικού παρεμβατικού ρόλου του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας, καθορίζεται κυρίως από τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές και κατευθύνσεις. Ο ρόλος του κοινού αποδυναμώθηκε περαιτέρω, περιοριζόμενος στις δυνατότητες παρέμβασης που δίνονται κυρίως στη διαδικασία της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (όπως συνέβαινε και στο προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο), η οποία προβλέπεται από την Κοινοτική Οδηγία 2001/42 και αφορά σε όλα τα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού, πλην της Εθνικής Χωροταξικής Στρατηγικής. Παρόμοια είναι η αντιμετώπιση της συμμετοχής του κοινού στο Ρυθμιστικό Χωρικό Σχεδιασμό. 
Η υποχρέωση της διαβούλευσης πριν την έγκριση του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου ενός δήμου δεν προβλέπεται πλέον ρητά, με τη συμμετοχική διαδικασία να περιορίζεται στο πλαίσιο της Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, που προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία. 
Δεδομένου ότι το Τοπικό Χωρικό Σχέδιο (πρώην ΓΠΣ) οριοθετεί σε μεγάλο βαθμό το είδος της μελλοντικής ανάπτυξης μιας περιοχής, καθορίζοντας σημαντικές παραμέτρους για την ποιότητα ζωής των πολιτών, η εξέλιξη αυτή δεν κρίνεται ως θετική. 
Όπως η εμπειρία από τη διεθνή πραγματικότητα καταδεικνύει, η συμμετοχή του κοινού σε θέματα τοπικής ανάπτυξης είναι θεμελιώδης και αποτελεί ένα πεδίο δημιουργίας οράματος και κινητοποίησης – ευαισθητοποίησης των πολιτών για την επιδίωξή του. Ο περιορισμός της προβλεπόμενης συμμετοχικής διαδικασίας στο επίπεδο διαμόρφωσης του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου και ο εντοπισμός της μόνο στο στάδιο της αξιολόγησης της ΣΜΠΕ αυτού, αποστερεί τις δυνατότητες των κοινωνικών ομάδων να ‘ορίσουν’ το μέλλον που επιθυμούν και αντίκειται στη θεμελιώδη αρχή, όπως αυτή διατυπώνεται και από τη Σύμβαση του Άαρχους, που προβλέπει «... τη συμμετοχή του κοινού όταν όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές». Αντ’ αυτού, η εκπόνηση του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου αποκτά περισσότερο διοικητικό χαρακτήρα και το κοινό καλείται να συμμετέχει στη διατύπωση άποψης σε ένα ήδη διαμορφωμένο τεχνικό κείμενο, άποψη που περιορίζεται στην αξιολόγηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από το σχέδιο αυτό. 
Κατά την ανάρτηση του Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής και της ΜΠΕ προβλέπονται πλέον μεγαλύτερες χρονικές προθεσμίες για την ενημέρωση και συμμετοχή του κοινού. 
Η προσαρμογή αυτή ήταν απαραίτητη, καθώς οι προηγούμενες προθεσμίες δεν εναρμονίζονταν με τη Σύμβαση του Άαρχους, που συστήνει την πρόβλεψη ενός εύλογου χρονοδιαγράμματος για την εμπλοκή του κοινού στις διαφορετικές φάσεις συμμετοχής, ώστε να είναι δυνατή η επαρκής προετοιμασία του για μια αποτελεσματική παρέμβαση. 
Και πάλι όμως οι προθεσμίες που τίθενται στο νέο νομοθετικό πλαίσιο αξιολογούνται ως περιορισμένες χρονικά. Στην Ολλανδία, που οι προθεσμίες για το σχολιασμό της ΣΠΜΕ είναι 30 ημέρες, έχει αποδειχθεί ότι αυτό είναι πολύ μικρό διάστημα για την σε βάθος ενημέρωση και ενεργοποίηση των πολιτών, την αναζήτηση τεχνικής ή νομικής βοήθειας και την τελική σύνταξη ενός σχολίου (Bonte, 1996). 
Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών Οργανώσεων2 θεωρεί τις 6 εβδομάδες (χρόνος που προβλέπεται  σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη για την υποβολή σχολίων από το κοινό) ως ανεπαρκές διάστημα για μια αποτελεσματική συμμετοχή (EEB, 2007). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μόνο η ΜΠΕ έχει πλέον σχετικά ικανοποιητικό χρόνο ανάρτησης (Πίνακας 1). 
Τέλος, θετικό στοιχείο είναι η πρόβλεψη, παρά τον προαιρετικό χαρακτήρα της, για συμμετοχή του κοινού στον Προκαταρκτικό Προσδιορισμό Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων (Σχήμα 4), όταν είναι ανοικτές όλες οι επιλογές για το σχεδιασμό ενός έργου με επιπτώσεις στο περιβάλλον. 
H διαδικασία αυτή, γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως scoping (βλ. Richardson, 2005∙ Κασσιός, 2002∙ Palerm, 2000), καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό ενός έργου, αλλά και τα θέματα στα οποία θα εμβαθύνει η ΜΠΕ. Η υποχρεωτική συμμετοχή του κοινού στη φάση αυτή θα ήταν πολύ σημαντική πρόβλεψη, καθώς θα εξασφάλιζε την υποβολή σχολίων από την αρχή της διαδικασίας. 
Στο προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο η διαδικασία ήταν υποχρεωτική, αλλά δεν προβλεπόταν συμμετοχή κοινού, παρά μόνο γνωμοδοτήσεις φορέων. Στο νέο νομοθετικό πλαίσιο η διαδικασία είναι προαιρετική, όπως και η συμμετοχή του κοινού σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν κάποιος αποφάσιζε να υλοποιήσει το στάδιο του Προκαταρκτικού Προσδιορισμού Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων, θα μπορούσε να εμπλέξει σε αυτό μόνο φορείς και όχι το κοινό. 5. Συμπεράσματα Οι δύο στόχοι, αυτός δηλαδή της συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και αυτός της διαμόρφωσης ενός ελκυστικού, για την προσέλκυση επενδυτικών δραστηριοτήτων, νομοθετικού πλαισίου χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αδειοδότησης φαίνονται εκ πρώτης όψεως αντικρουόμενοι. 
Η αναμόρφωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας σε ένα υφεσιακό περιβάλλον επιδιώκει την επιτάχυνση κάποιων διαδικασιών, αναβαθμίζοντας παράλληλα το ρόλο της συμμετοχής του κοινού. Αντίθετα, στη νέα νομοθεσία για το χωρικό σχεδιασμό καταγράφεται μία σχετική υποβάθμιση του ρόλου του κοινού, περιορίζοντας τις πρόνοιες της συμμετοχής μόνο σε όσα υπαγορεύονται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.  
Με δεδομένο το έλλειμα συμμετοχικής κουλτούρας στη χώρα μας, φαίνεται πως υπάρχουν ακόμη κάποιες αγκυλώσεις στην κατανόηση του ρόλου και της αξίας της συμμετοχής τόσο για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης όσο και για την οικονομική αποτελεσματικότητα των όποιων επιλογών, αλλά και την περιβαλλοντική προστασία. Η έμφαση σε ‘fast track’ διαδικασίες, σε μία ‘από πάνω προς τα κάτω’ προσέγγιση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, έστω και ως ‘εργαλείο’ σε ένα υφεσιακό περιβάλλον, δεν οδηγεί πάντα σε επιθυμητά αποτελέσματα. Η έως τώρα εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας καταδεικνύει ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον περιορίζεται μέσα από χρονοβόρες διαδικασίες και δικαστικές αντιπαραθέσεις και τις σχετικές καθυστερήσεις που αυτές συνεπάγονται, ως προϊόν αντιδράσεων της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν η χωροθέτηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων είχε, μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες, προβλεφθεί στα σχετικά χωρικά σχέδια. Ανάλογα προβλήματα στις ΗΠΑ, αδυναμίας ή καθυστέρησης υλοποίησης έργων από δικαστικές αντιπαραθέσεις, αντιμετωπίστηκαν μέσα από την περαιτέρω προώθηση των συμμετοχικών διαδικασιών στο σχεδιασμό (University of the West of England, 2000). 
Η ελαχιστοποίηση των τριβών με την τοπική κοινωνία, μέσα από τις πρόνοιες, μεταξύ άλλων, του χωρικού σχεδιασμού αποτελεί σημαντικό ζητούμενο, ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο ύφεσης.  Η συνδιαμόρφωση, μέσα από μία ανοιχτή, διάφανη,συμμετοχική διαδικασία των αποφάσεων χωρικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αξιολόγησης αποτελεί μία win-win λύση για το εθνικό και τοπικό επίπεδο, τους πολίτες και τα κέντρα λήψης απόφασης, την κοινωνία και την οικονομία κ.λπ., με σημαντική προστιθέμενη αξία τόσο για τις κοινωνικές ομάδες (ευαισθητοποίηση, ωρίμανση, κινητοποίηση, ανάληψη ευθύνης κ.λπ.) όσο και για τα κέντρα λήψης αποφάσεων (ποιότητα αποφάσεων, αποτελεσματικότερη εφαρμογή τους, κ.λπ.). Ταυτόχρονα, θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός σταθερού οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου, με σεβασμό στο περιβάλλον, ως θεμέλιο λίθο για τη λήψη αποφάσεων προς μία βιώσιμη προοπτική ανάπτυξης της χώρας. 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Εξαίρεση αποτελούν προβλέψεις της νομοθεσίας για ριζικές αναπλάσεις στον αστικό χώρο, όπου απαιτούνταν ενεργητική προσέγγιση από τους φορείς σχεδιασμού (Ν.2508/1997). Οι διατάξεις αυτές παραμένουν σε ισχύ. 
2 European Environmental Bureau – ΕΕΒ
Βιβλιογραφία 
Ελληνική 
  • ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ, Λ., ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ, Κ., ΑΣΠΡΟΓΕΡΑΚΑΣ, Ε., ΓΙΑΝΝΙΡΗΣ, Η. και ΠΑΓΩΝΗΣ, Θ. (2010) Χωρική Διακυβέρνηση – Θεωρία, Ευρωπαϊκή Εμπειρία και η Περίπτωση της Ελλάδας. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα.  
  • ΟΔΗΓΙΑ 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1985 για την Εκτίμηση των Επιπτώσεων Ορισμένων Σχεδίων Δημοσίων και Ιδιωτικών Έργων στο Περιβάλλον. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αριθ. L 175 της 05/07/1985 σ. 0040 – 0048. 
  • ΟΔΗΓΙΑ 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001 σχετικά με την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ορισμένων Σχεδίων και Προγραμμάτων. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, EE αριθ. L 197 της 21/07/2001, σελ. 30-37.  
  • ΟΔΗΓΙΑ 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 2003 σχετικά με τη Συμμετοχή του Κοινού στην Κατάρτιση ορισμένων Σχεδίων και Προγραμμάτων που αφορούν το Περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη Συμμετοχή του Κοινού και την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, των Οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, EE αριθ. L 156 της 25/06/2003, σελ. 17-24. 
  • ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, Μ. (2007) Σύστημα Χωρικού Σχεδιασμού στην Ελλάδα και Δυνατότητες Παρέμβασης της Κοινωνίας των Πολιτών. Παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο ‘Κοινωνία των Πολιτών, Περιβάλλον και Βιώσιμη Ανάπτυξη - Από την Ενημέρωση στην Ενεργό Συμμετοχή’, ΜεσόγειοςSOS, ΑΚΤΗ, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 23-24 Νοεμβρίου. 
  • ΚΑΣΣΙΟΣ, Κ. (2002) Επιπτώσεις στο Περιβάλλον από Έργα και Προγράμματα – Ειδικά Κεφάλαια. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα. 
  • ΣΕΡΡΑΟΣ, Κ. (2014) Οι Πρόσφατες Ρυθμίσεις για τη Μεταρρύθμιση του Συστήματος Χωρικού Σχεδιασμού και το Σχεδιασμό των Χρήσεων Γης. Κείμενο εργασίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Ε.Μ.Π. 
  • ΣΤΡΑΤΗΓΕΑ, Α. (2009) Συµµετοχικός Σχεδιασµός και Βιώσιµη Τοπική Ανάπτυξη: Μία Μεθοδολογική Προσέγγιση. Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Πολεοδοµίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος, 24-27 Σεπτεµβρίου, σελ. 43-51.  
  • ΣΤΡΑΤΗΓΕΑ, Α. (2015) Θεωρία και Μέθοδοι Συμμετοχικού Σχεδιασμού, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα, Πρόγραμμα Κάλιππος, Αθήνα (ηλεκτρονικό βιβλίο) (υπό έκδοση). 
  • ΦΕΚ 228/Α/1923, Ν.Δ. 17-07-1923: «Περί Σχεδίων Πόλεων, Κωμών και Συνοικισμών του Κράτους και Οικοδομής αυτών». 
  • ΦΕΚ 124/Α/13.6.1997, Ν.2508/1997 «Βιώσιμη Οικιστική Ανάπτυξη των Πόλεων και Οικισμών της Χώρας και άλλες διατάξεις». 
  • ΦΕΚ 207/Α/7.10.1999, Ν. 2742/1999, «Χωροταξικός Σχεδιασμός και Αειφόρος Ανάπτυξη και άλλες διατάξεις».  
  • ΦΕΚ 1391/Β/29.09.2003, ΚΥΑ ΗΠ 37111/2021/2003, «Καθορισμός Τρόπου Ενημέρωσης και Συμμετοχής του Κοινού κατά τη Διαδικασία Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων των Έργων και Δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν. 1650/1986, όπως αντικαταστάθηκε με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 του Ν. 3010/2002». 
  • ΦΕΚ 1125/Β/05.09.2006, ΚΥΑ αριθμ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/282.9.2006, Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Ορισμένων Σχεδίων και Προγραμμάτων, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ «σχετικά με την Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Ορισμένων Σχεδίων και Προγραμμάτων» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001. 
  • ΦΕΚ 209/Α/21.9.2011, Ν. 4014/2011, Περιβαλλοντική Αδειοδότηση Έργων και Δραστηριοτήτων, Ρύθμιση Αυθαιρέτων σε συνάρτηση με Δημιουργία Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος. 
  • ΦΕΚ 45/Β/15.1.2014, ΚΥΑ οικ. 1649/45, Εξειδίκευση των Διαδικασιών Γνωμοδοτήσεων και Τρόπου Ενημέρωσης του Κοινού και Συμμετοχής του Ενδιαφερόμενου Κοινού στη Δημόσια Διαβούλευση κατά την Περιβαλλοντική Αδειοδότηση Έργων και Δραστηριοτήτων της Κατηγορίας Α΄ της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής υπ’ αριθμ. 
  • 1958/2012 (ΦΕΚ Α΄ 21), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 9 του Ν. 4014/2011 (ΦΕΚ Α΄ 209).  
  • ΦΕΚ 142/Α/28.6.2014, Ν. 4269/2014, Χωροταξική και Πολεοδομική Μεταρρύθμιση – Βιώσιμη Ανάπτυξη, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 28 Ιουνίου 2014. 
  • ΦΕΚ 1817/Β/2.7.2014, Υ.Α. οικ. 30651/2014, Εξειδίκευση των προδιαγραφών, του τρόπου παροχής και συντήρησης, των διαδικασιών και αδειών ηλεκτρονικής πρόσβασης και εισαγωγής πληροφοριών, καθώς και κάθε αναγκαίας λεπτομέρειας για την οργάνωση, υλοποίηση και λειτουργία του Ηλεκτρονικού Περιβαλλοντικού Μητρώου (ΗΠΜ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 παράγραφος 5 του Ν. 4014/2011 (ΦΕΚ 209/Α). 
Ξενόγλωσση 
  • ARNSTEIN, S. (1969) A Ladder of Citizen Participation. Journal of the American Planning Association, 35 (4), pp. 216-224. 
  • BONTE, R. (1996) Public Participation in EIA in the Netherlands. EIA Newsletter, 12. Manchester: EIA Center, University of Manchester. 
  • CARVER, S. (2001) Participation and Geographical Information: A Position Paper. Position paper for the ESF-NSF Workshop on ‘Access to Geographic Information and Participatory Approaches Using Geographic Information’, Spoleto, 6-8 December. 
  • DURAIAPPAH, A., ROBBY, P. and PARRY, E. (2005) Have Participatory Approaches Increased Capabilities? International Institute for Sustainable Development. EUROPEAN ENVIRONMENTAL BUREAU (EEB) (2007) How far has the EU applied the Aarhus Convention. http://www.eeb.org/activities/transparency/Aarhus_survey.html 
  • GREEN, A.O. and HUNTON-CLARKE, L. (2003) A Typology of Stakeholder Participation for Company Environmental Decision Making. Business Strategy and the Environment, 12, pp. 292299. 
  • PALERM, J. (2000) An Empirical-Theoretical Analysis Framework for Public Participation in Environmental Impact Assessment. Journal of Environmental Planning and Management, 43(5), pp. 581-600. 
  • REIN, M. and SCHOEN, D. (1993) Reframing Policy Discourse. Ιn Fisher, F. and Forester, J. (Eds.), The Argumentative Turn in Policy Analysis and Planning, Duke University Press, United States of America, ISBN 0-8823-1354-5, pp. 145-166. 
  • RICHARDSON, T. (2005) Environmental Assessment and Planning Theory: Four Short Stories about Power, Multiple Rationality, and Ethics. Environmental Impact Assessment Review, 25 (4), pp. 341-365. 
  • UNECE (1998), Convention on Access to Information, Public Participation in Decision-Making and Access to Justice in Environmental Matters. United Nations Economic Commission for Europe, Aarhus, Denmark (Aarhus Convention), http://www.unece.org/env/pp/documents/cep43e.pdf. 
  • UNIVERSITY OF THE WEST OF ENGLAND (2000) A Comparison of Environmental Planning Systems Legislation in Selected Countries. Faculty of the Built Environment, Centre for Environment and Planning, Background Paper for the Royal Commission on Environmental Pollution, Bristol.                                     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου