Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής


(Σημερινή Γιορτή)   29 Αύγουστος 2012
Γράφει η ΒΑΣΙΛΕΙΑ Ι. ΜΙΧΟΥ
Ο Ιωάννης υπήρξε πρόδρομος του Κυρίου και στη συνέχεια βαπτιστής αυτού. Ο ίδιος με τρόπο επίσημο, αλάνθαστο και αυθεντικό υπερύψωσε τον Ιωάννη με πρωτοφανή εγκωμιασμό λέγοντας το «ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού» (Ματθ. ΙΙ, ΙΙ). Επομένως δίκαια πήρε αυτό τον έπαινο, διότι έζησε βίο ασκητικό, άγιο και εγκρατή και ανεδείχθη μέγιστος των ανδρών της Π. Διαθήκης.
Υπήρξε καρπός θαύματος και αποτέλεσμα αδιαλείπτου προσευχής. Γι’ αυτό στην Ορεινή Ιουδαία έγινε κατά τρόπο θαυμαστό ο σχηματισμός εμβρύου στην Ελισάβετ, «η πρώην ου τίκτουσα, στείρα, ευφράνθητι». Η αναγγελία της χαρμόσυνης είδησης έγινε στο Ζαχαρία, ο οποίος την ώρα που σαν ιερέας εκτελούσε στο ναό τα θρησκευτικά του καθήκοντα ο αρχάγγελος Γαβριήλ του προανήγγειλε ότι θα γεννήσει υιόν. Η λαλιά του για εννέα μήνες χαμένη, ξαναβρέθηκε τη στιγμή που έγραψε στο αβάκιο το όνομα «Ιωάννης». Το δε δαιδίον «ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας και χάρις Θεού ην επ’ αυτό» (Λουκ. Β’ 40). Η οικονομία του Θεού κράτησε τον Ιωάννη μακράν τριάντα χρόνια, οπότε το 29 μ.Χ. δηλαδή το 15ο έτος της αυτοκρατορίας του Τιβέριου κάνει δημόσια την εμφάνισή του εγκαταλείποντας τα πάντα και «εγένετο ρήμα Θεού» (Λουκ. Γ’ 2) καταφεύγοντας στην έρημο, όπου «είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον» (Ματθ. Γ’ 4).   Δάμασε την ύλη, αγνόησε όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και απαιτήσεις του σώματος, ζούσε στο λιοπύρι και την ξηρασία της ερήμου και πλήθος κόσμου καθημερινά πήγαινε ν’ αντικρύσει από κοντά την ασκητική μορφή την τόσο αυτάρκη και λιτοδίαιτη, η οποία ήταν τραχειά, αγριωπή, ορμητική, αγαπητή.    Το κήρυγμά του δυνατό, εμπνευσμένο, φλογερό, αυστηρό, ταρακούναγε καρδιές και αφύπνιζε συνειδήσεις.   Ήταν η «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Ησ. μ’ 3) και (Μάρκ. Α’ 3), ήταν ο γεννημένος για μεγάλη και βαρυσήμαντη αποστολή.   Σαν Προφήτης στάθηκε στο μεταίχμιο των δυο Διαθηκών, το δε κήρυγμά του είχε παγκόσμιο χαρακτήρα γιατί απευθύνονταν στους Εβραίους και τους Εθνικούς. Ήταν μεγάλη εθνική και θρησκευτική φυσιογνωμία, ήταν αγγελιοφόρος και απεσταλμένος από το Θεό για ειδική αποστολή. «Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου» (Μάρκ. Α’ 2).    Οι άνθρωποι που κατά χιλιάδες τον επισκέπτονται από τα Ιεροσόλυμα και όλα τα μέρη της Ιουδαίας εξομολογούνται τις αμαρτίες τους και βαπτίζονται στον Ιορδάνη, που τον δέχτηκε καλόκαρδα, φιλικά και στο εξής θα είναι πλέον η γη και το σπίτι του. Έδινε σημασία, αγάπη και πίστη στο λόγο του Θεού, στην ποιότητα ζωής, στη μετάνοια. Δεν πήγαινε μονάχα ο αγράμματος και απλοϊκός κόσμος αλλά και πλήθος μορφωμένων, ακόμα και από την τάξη των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, δηλαδή των ανθρώπων, οι οποίοι ερμηνεύουν το νόμο και κατέχουν τις Γραφές. Τελώνες, Στρατιωτικοί, όλοι πήγαιναν με λαχτάρα στην καρδιά να ελευθερωθούν, να νοιώσουν ξαλαφρωμένοι, γενναιόδωροι, να αγαπήσουν, να συγχωρήσουν. Έβλεπαν ότι το βάπτισμά του σήμαινε τη μετάνοια και την κάθαρση, την πνευματική άνοδο, την απαλλαγή απ’ τις μικρότητες, το πέταγμα στα υψηλά και άφθαρτα, τη νίκη της αμαρτίας και τη ζωή στην αιωνιότητα.   Το δυνατότερο σε παλμό και τόλμη συλλαλητήριο ήταν το «μετανοείτε ήγγιγκε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Αυτό ξέσκισε τα πέρατα και έφθασε και στην αυλή του τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας Ηρώδη Αντύπα. Το δε δριμύτατο κατηγορητήριο εναντίον αυτού του ερπετού και τέρατος της γης ήταν το «ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου» (Μάρκ. ΣΤ’ 18).   Τέτοια τόλμη και θάρρος είχε ο Ιωάννης, «ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον και συνετήρει αυτόν και ακούσας αυτού πολλά εποίει και ηδέως αυτού ήκουσε» (Μάρκ. Στ’ 20).  Ο Ιωάννης απευθύνθηκε σε πρόσωπο, που η ιστορία χαρακτηρίζει σαν άνδρα ανήθικο, ωμό, εγωιστή, που ρέπει προς την πολυτέλεια και την ηδυπάθεια, ικανό να διαπράξει κάθε ανομία, ικανοποιώντας έτσι πάθη, επιδιώξεις, επιθυμίες, φιλοδοξίες.
Ο Ιωάννης υπήρξε ο μοναδικός, ο δε Κύριος κάποια μέρα στον Ιορδάνη παρουσιάστηκε μεταξύ των άλλων ακροατών ενώπιόν του. Σκίρτησε η ψυχή του Ιωάννη και στρεφόμενος στο λαό δείχνει τον Ιησού και λέγει: «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν, α’ 29). Ζητά να βαπτιστεί, ο δε Ιωάννης εκπλαγείς απαντά» «εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι και συ έρχει προς με;» (Ματθ. Γ’ 14). Ο Κύριος επιμένει, εισέρχεται στον Ιορδάνη και ο Ιωάννης τον βαπτίζει. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη για τον Ιωάννη όταν «βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν… ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Ματθ. Γ’ 16-17).
Το Μεγάλο Συνέδριο υπέστη κλονισμό, ανησύχησε σοβαρά και τάχασε στην κυριολεξία μαθαίνοντας πως ο αριθμός των βαπτιζομένων μέρα με τη μέρα γίνονταν μεγαλύτερος. Δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους τη φράση που τους είπε ότι είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Η έρημος έχει φίδια, σκορπιούς και λιοντάρια, πόσοι άνθρωποι θα πήγαιναν τόσο βαθιά για ν’ ακούσουν το «μετανοείτε»; Ήταν δυνατόν να πιστέψουν πως μια φωνή θα μπορούσε να σημάνει συναγερμό; Κι όμως δεν άλλαξαν ορισμένα πράγματα και σήμερα τα ίδια πιστεύουν, τα ίδια και απαράλλαχτα λένε: Τι να έχει άραγε να πει μια φωνή που απευθύνεται σε όχλο; Θα φωνάξει, θα κρατήσει ώρες ή μέρες, θα ξεθυμάνει, θα ξεφουσκώσει. Ο Ιορδάνης όμως τσουνάμι άγριο και δυνατό άφρισε και φώναξε και ισοπέδωσε.
Πήραν αποφάσεις στα γρήγορα, οριστικές και αμετάκλητες. Ο ψευδοπροφήτης (έτσι τον φαντάστηκαν) δεν πρέπει να κεντρίζει, να ξυπνά και να εναντιώνει το λαό. Ο λαός πρέπει να κοιμάται, για να μπορούν οι λίγοι να ασκούν εξουσία. Ο λαός δεν πρέπει να γνωρίζει πολλά, να μη συνδικαλίζεται, να μη μπαίνει στη μύτη τους γιατί τότε γίνεται αιτία και λιγοστεύουν οι ανέσεις και οι θησαυροί τους. Οι όποιες εκδηλώσεις του λαού πρέπει να σταματούν πάραυτα, ακόμα και με αίμα αν χρειαστεί.
Οι προβληματισμοί όμως του λαού, από τότε μέχρι και τώρα αγχώνουν την εξουσία, κι όσο πιο πολλά μαθαίνει ο κόσμος, τόσο και πιο καυτές οι ερωτήσεις. Και στις απαντήσεις που προηγείται ξερόβηχας και κούμπωμα του σακακιού των τρανών, ο λαός καταλαβαίνει πως αυτές είναι κάλπικες, πλαστές, αθεράπευτα ψεύτικες και τότε νοιώθει πως κοροϊδεύεται ασύστολα, πως φτωχαίνει, πουλιέται και εξαφανίζεται. Ο Ιωάννης ταράζει τα νερά και δεν τ’ αφήνει να λιμνάσουν και να σαπίσουν. Και μετά τη βάπτιση του Χριστού συνεχίζει το κήρυγμα. Και όσο η φωνή του υψώνεται και δεν βραχνιάζει, τόσο τα ρίγη διατρέχουν το κορμί του συνέδριου και του ηγεμόνα.
Το «μετανοείτε» και το «ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού του» (Μάρκ. ΣΤ’ 18) ξέσκισε την έρημο, ανακάτεψε τα νερά του Ιορδάνη, μάτωσε τ’ αυτιά των ενόχων, έγινε συλλαλητήριο δυνατό, ορμητικό και ανυπόφορο και ανάγκασε τον Τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας Ηρώδη Αντύπα να διατάξει τη σύλληψη και προφυλάκιση του Βαπτιστή στα σκοτεινά και ανήλια μπουντρούμια του φρουρίου Μαχαιρούντα. Ο εγκλωβισμός αυτός χωρίς έγκλημα χαροποίησε τους ομόθρησκους και ομοεθνείς του, ικανοποίησε και τη μοιχαλίδα Ηρωδιάδα. Ο ίδιος ο ηγεμόνας από τη μια σέβονταν και εκτιμούσε τον Ιωάννη, από την άλλη όμως φοβόταν το λαό γιατί αγαπούσε υπερβολικά τον προφήτη του.
Εδώ τα πάντα έγιναν συνοπτικά και συνομωτικά. Ούτε δίκη, ούτε εδώλιο, ούτε μάρτυρες κατηγορίας. Σε μεγαλοπρεπή αίθουσα βασιλικών ανακτόρων παίχτηκε το παιγνίδι της ανομίας, με μοναδικό κριτή έναν ξετσίπωτο βασιλιά, που ο σαρκικός του πόθος και ο οίστρος της ακολασίας του θόλωσαν και παραζάλησαν το μυαλό του και μοναδική μάρτυρα τη Σαλώμη, η οποία κατέθεσε τα επτά πέπλα της φορεσιάς της στον περίφημο χορό της ντροπής.    Ο Ηρώδης υπήρξε γενναιόδωρος σ’ αυτή και ζήτησε το μοιραίο χορό όπου «μεθ’ όρκου ωμολόγησεν αυτή δούναι ο εάν αιτήσηται» (Ματθ. ΙΔ’ 7) και μάλιστα «έως ημίσους της βασιλείας» (Μάρ. ΣΤ’ 23).  Η δε Σαλώμη δίνει την απάντηση της μάνας της «θέλω ίνα μοι δως εξ’ αυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. ΣΤ’ 25). Αν έπεφτε κεραυνός θα έκανε λιγότερη ζημιά στον Τετράρχη.  Φοβούμενος μη χαρακτηριστεί επίορκος έγινε περίλυπος και «…πέμψας απεκεφάλισε τον Ιωάννη εν τη φυλακή, και ηνέχθη η κεφαλή αυτού επί πίνακι και εδόθη τω κορασίω και ήνεγκε τη μητρί αυτής» (Ματθ. ΙΓ’ 10-11).   Ο Ηρώδης είδε ξεμέθυστος το ακέφαλο κορμί στο πλακόστρωτο της φυλακής κι αμέσως χλώμιασε και παραπάτησε επειδή ζωντανό τον θαύμαζε μα νεκρό άρχισε πλέον να τον φοβάται.  Οι θυμήσεις της περασμένης νύχτας εμφάνισαν το πολύχρωμο φιλμ του αρρωστημένου του μυαλού που έπαιξε το τερατώδες βρώμικο και αναθεματισμένο παιγνίδι της γυναίκας του και της Σαλώμης.   Ο Ιωάννης σιώπησε, μα ο λόγος του είχε πέσει για τα καλά στην έρημο και άρχισε κι όλας να βλασταίνει, να μεστώνει και να δίνει καρπούς και ο λαός να κάνει τη θεωρία του Μεσσιανισμού ανάγκη απαραίτητη και αναζήτηση καθημερινή.   Ύστερα από αυτό «…προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήραν το σώμα και έθαψαν αυτό, και ελθόντες απήγγειλαν τω Ιησού» (Ματθ. ΙΔ’ 12).
Στη μνήμη του Προδρόμου και Βαπτιστού η Εκκλησία μας ψάλλει: «Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, συ δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε. Ανεδείχθης γαρ όντως και Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τον κηρυττόμενον».
Μεγάλη τιμή να καταταχθεί στην αγιοσύνη μετά την Παναγία μας και να στέκεται δίπλα στο Χριστό.
Μεγάλη τιμή και για μας να δεχόμαστε την ευλογία αυτής της μεγάλης, εξέχουσας και αγιασμένης προσωπικότητας. Είθε να χαρίζει σ’ όλους την ευλογία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου