Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Κυβέρνηση με ισχυρή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση (Α’)

Ο ελληνικός λαός με την ψήφο του την περασμένη Κυριακή, επέλεξε το σχηματισμό κυβερνήσεως με καταρχήν «μνημονιακή» λογική και ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση με «αντιμνημονιακή» κατεύθυνση, οι δε διεθνείς αντιδράσεις για το αποτέλεσμα αυτό καταδεικνύουν ότι οι εγχώριες και οι διεθνείς ελίτ ανακουφίστηκαν προσωρινά, ώστε να μπορέσουν, όπως ευελπιστούν, να κερδίσουν χρόνο, προκειμένου να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, μέσα, όμως, στο ίδιο προδιαγεγραμμένο πλαίσιο λιτότητας, με κάποιες δόσεις αναπτύξεως και φυσικά να ανακόψουν την (όποια) λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση. Από το εκλογικό αποτέλεσμα κατέστη προφανές ότι ο φόβος, ο οποίος καλλιεργήθηκε από άπασες τις μνημονιακές δυνάμεις, νίκησε, έστω και προσωρινά, όπως εκτιμάται, την οργή και το θυμό της πενόμενης κοινωνίας, αλλά, παρά ταύτα, επήλθε ανατροπή στο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, με την κατάρρευση των εταίρων του μεταπολιτευτικού δικομματισμού (που αθροιστικά ευρίσκεται πια στο 42%) αλλά και ενός από τους κάποτε ισχυρούς πόλους του πολιτικού σκηνικού, του ΚΚΕ (το οποίο έχασε 4 μονάδες έναντι των εκλογών της 6ης Μαΐου) η δε Αριστερά, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναδείχθηκε σε βασικό πόλο στη νέα Βουλή, ενώ παγιώθηκε η δύναμη ενός κόμματος φύσει και θέσει αντικοινοβουλευτικού, της «Χρυσής Αυγής».Ο Αντώνης Σαμαράς πέτυχε μια οριακή νίκη, η οποία, ωστόσο, μετά από συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ και τη «Δημοκρατική Αριστερά», του επέτρεψε να σχηματίσει τρικομματική κυβέρνηση «σωτηρίας», πλην, όμως, αμέσως μετά την εκλογική του επικράτηση, «έδειξε» την κατεύθυνσή της, δηλαδή την επί της ουσίας μνημονιακή λογική της, καθώς πέραν της συνθέσεως της κυβερνήσεως αυτής και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ουδέν ανέφερε, κατά τις πρώτες επινίκιες δηλώσεις του, περί επαναδιαπραγματεύσεως του Μνημονίου, αλλά μίλησε περί τηρήσεως των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών της χώρας, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας, όπως παραδέχεται το σύνολο του διεθνούς Τύπου, είναι ο μεγάλος νικητής, καθώς η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ (και υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα «κεφαλαιοποιηθεί») αποτελεί σημαντική υποθήκη για το μέλλον της Αριστεράς στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η σημειωθείσα εξέλιξη, δηλαδή η συγκρότηση της κυβερνήσεως του Αντώνη Σαμαρά, δίνει μια «προσωρινή ανάσα» στις εγχώριες και τις διεθνείς ελίτ (και, υπό την προϋπόθεση, ότι «κάτι θα δώσουν» στη νέα ελληνική κυβέρνηση) προκειμένου να πετύχουν την ανασύνταξη των πολιτικών δυνάμεων που τους εκφράζουν (με παράλληλη προσπάθεια αποδομήσεως των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ) με απώτερο στόχο την απρόσκοπτη συνέχιση των νεοφιλελεύθερων (και αδιέξοδων) πολιτικών τους, αν και εκτιμάται ταυτοχρόνως ότι, με δεδομένο ότι η κρίση βαθαίνει και πιθανόν να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις καταρχήν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν μπορεί να αποκλειστούν κοινωνικές εντάσεις. Δεν είναι τυχαίο πως, ήδη, γίνεται λόγος για «ανίσχυρη μνημονιακή κυβέρνηση» (έστω και αν ο Α. Σαμαράς μίλησε για «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας μακράς πνοής») με ισχυρή αντιπολίτευση (αν και ετερόκλητη, αφού πέραν του ισχυροποιημένου ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν η, με σταθεροποιημένες δυνάμεις, εθνικιστική «Χρυσή Αυγή», το «λαβωμένο» ΚΚΕ και οι αδύναμοι «Ανεξάρτητοι Έλληνες») κυβέρνηση, η οποία, με δεδομένη την ύφεση η οποία καλπάζει, δύσκολα θα μπορέσει να αποδειχθεί «μακράς πνοής», ορισμένοι δε οικονομολόγοι (όπως ο Ν. Ρουμπινί και ο Π. Κρούγκμαν) αλλά και μεγάλες εφημερίδες του εξωτερικού, προεξοφλούν και νέα εκλογική αναμέτρηση τους επόμενους μήνες.
ΝΕΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ     Το εκλογικό αποτέλεσμα της παρελθούσης Κυριακής, παρά το γεγονός ότι χαιρετίστηκε από το ευρωπαϊκό ιερατείο, δεν ήταν ικανό ώστε να αποτρέψει νέες πιέσεις εκ μέρους των δανειστών της χώρας, αυτή τη φορά για το σχηματισμό της κυβερνήσεως, καθώς μάλιστα το «μήνυμα» το είχαν στείλει ήδη από την παραμονή των εκλογών. Υπενθυμίζεται, εν προκειμένω, ότι η καγκελάριος Μέρκελ, 48 ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, είχε αποκλείσει την εκδοχή της επαναδιαπραγματεύσεως των όρων του μνημονίου και την Κυριακή των εκλογών, πριν καν γίνει η επινίκια δήλωση του Α. Σαμαρά, του τηλεφώνησε για να τον συγχαρεί για «το καλό αποτέλεσμα του κόμματός του» και – σύμφωνα με ανακοίνωση της Καγκελαρίας – «εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα σεβαστεί τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις».Λίγη ώρα αργότερα, ο Αντώνης Σαμαράς σε δηλώσεις του είχε περιοριστεί να τονίσει πως «δεν θα τεθεί σε αμφιβολία η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη» και ότι «θα σεβαστούμε, ασφαλώς, την υπογραφή και τις υποχρεώσεις της χώρας», καθώς η Ελλάδα «έχει συνέχεια, συνέπεια και αξιοπρέπεια».Ο δε Ευάγγελος Βενιζέλος παρά τα συνεχή παιχνίδια τακτικής στα οποία αναλώθηκε, με στόχο να εκθέσει τον ΣΥΡΙΖΑ (καθώς, εκτός των άλλων, ζήτησε παράκαμψη της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών και απευθείας σύσκεψη των αρχηγών, αλλά και συμμετοχή του Α. Τσίπρα στην κυβέρνηση) στη συνέχεια ανέκρουσε πρύμναν και εν τέλει αποφάσισε τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ (με προσωπικούς του φίλους και όχι με πρόσωπα και πολιτικό συμβολισμό) στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Άλλωστε, είχε δεχθεί συγχαρητήρια τηλεφωνήματα από τον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ και τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, δεν είναι δε τυχαίο ότι ακόμη και «Τα Νέα» έγραψαν ότι «σε νυχτερινές τηλεφωνικές πιέσεις για τον άμεσο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας προχώρησαν η Α. Μέρκελ, η οποία μίλησε με Α. Σαμαρά και ο Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος επικοινώνησε με τον Ευ. Βενιζέλο».
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ   Βεβαίως, οι δανειστές εμφανίστηκαν ανακουφισμένοι με το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά όχι και απολύτως ικανοποιημένοι, καθώς το μόνο που κερδήθηκε (όχι φυσικά για τον ελληνικό λαό) είναι η (άραγε για πόσο χρονικό διάστημα;) απρόσκοπτη εφαρμογή των επιλογών του Μνημονίου, έστω κι αν από τις επίσημες δηλώσεις τους, διαφαίνονται κάποιες μετατοπίσεις μόνο σε επίπεδο ρητορείας, αλλά όχι ουσίας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως για να μπορέσει να επιβιώσει η νέα κυβέρνηση, θα πρέπει να παρουσιάσει κάτι θετικό στον ελληνικό λαό και αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο μια επιμήκυνση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής ή μόνο κάποια μέτρα για την τόνωση της αναπτύξεως, όπως ζητούν οι κ. Ολάντ και Μόντι.Ο δε Αντώνης Σαμαράς μπορεί να έχει δηλώσει ότι «τα χειρότερα πέρασαν», πλην, όμως , η σαφής του δήλωση για τήρηση των υπογραφών και των δεσμεύσεων, δηλαδή, η υλοποίηση των σκληρών μέτρων που έχουν μείνει σε εκκρεμότητα, ύψους περί τα 12 δισ. ευρώ, υποδηλώνει ότι τα χειρότερα πιθανόν να ευρίσκονται ενώπιόν μας. Εξάλλου, στο πλαίσιο των υπαρκτών ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, θα πρέπει να επισημανθεί μια δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ για την ανάγκη «επικαιροποιήσεως του ελληνικού προγράμματος» (άραγε εννοεί αναθεώρησή του;) και μία του υπουργού των Εξωτερικών του Βελγίου Ντιντιέ Ρέιντερς, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ «είναι έτοιμη να συζητήσει για το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος λιτότητας της Ελλάδας με οποιαδήποτε κυβέρνηση σχηματιστεί». «Πρέπει να σκεφτούμε μια αναπροσαρμογή δέκα ή δεκαπέντε ετών», είπε.Ωστόσο, εκπρόσωπος της γερμανικής Καγκελαρίας Γκεόργκ Στράιτερ δήλωσε ότι το Βερολίνο δεν πιστεύει ότι ο χρόνος είναι κατάλληλος για να δοθούν «εκπτώσεις» ή πίστωση χρόνου στην Ελλάδα, αναφορικά με τις δεσμεύσεις της για τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο και πρόσθεσε ότι «είναι κρίσιμης σημασίας για την Τρόικα να πειστεί τώρα ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις συμφωνίες και θα εφαρμόσει πλήρως τις συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις».Όμως, ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να υπάρξει επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής, αλλά ο αντικαγκελάριος και υπουργός της Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ ήταν σαφέστερος:«Καμία παροχή χωρίς αντάλλαγμα», τόνισε, επανέλαβε ότι «η αλληλεγγύη δεν είναι μονόδρομος» και προειδοποίησε ότι «χρήματα δίνονται μόνο για αντίστοιχα βήματα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων», σημειώνοντας ότι «οποιαδήποτε κυβέρνηση στο μέλλον, θα χρειαστεί να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων».Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι υπάρχουν διαφορετικές (τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας) προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά την προοπτική παραχωρήσεως «ελαφρύνσεων» έναντι της Ελλάδος, στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας και αυτό το παραδέχθηκαν και οι «Financial Times Deutschland», που έγραψαν ότι η καγκελάριος Μέρκελ «έβαλε στη θέση του» τον υπουργό Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε και επέμεινε στη δήλωση του Γκέοργκ Στράιτερ, ότι «δεν είναι καιρός για εκπτώσεις».Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι πως η ίδια εφημερίδα σημειώνει ότι «από τη μια πλευρά πρέπει να διατηρηθεί η πίεση για μεταρρυθμίσεις προς την υπερχρεωμένη χώρα, αλλά από την άλλη, μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα κατέστρεφε την ευρωπαϊκή πορεία της κ. Μέρκελ».
ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ      Εξ άλλου, από μία πιο προσεκτική ματιά στα σχόλια των διεθνών ΜΜΕ, τα οποία παραμένουν στραμμένα στην ελληνική πολιτική σκηνή, προκύπτει ότι αυτά «διάβασαν» το εκλογικό αποτέλεσμα, ως επικράτηση μεν των δυνάμεων που θέλουν το ευρώ, πλην, όμως, «σε μία διχασμένη Ελλάδα».«Μικρή ανάσα», δίνει η έκβαση της κάλπης, έγραψε το γερμανικό περιοδικό «Spiegel», «η χώρα βγαίνει από τις κάλπες κομμένη στα δύο», έγραψε η ιταλική εφημερίδα «Repubblica», «οι Έλληνες ψήφισαν υπέρ του ευρώ», ήταν ο τίτλος στο ηλεκτρονικό πρωτοσέλιδο του «Sky News», ο δε «Guardian» έγραψε ότι «οι ψηφοφόροι έδωσαν μία ευκαιρία στο κοινό νόμισμα» και πρόσθεσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχασε, αλλά θα είναι μία σκληρή αντιπολίτευση».«Η χώρα είναι βαθιά διχασμένη, η νέα κυβέρνηση ξεκινά υπό δύσκολες συνθήκες και παραμένει η απειλή του χάους εάν οι Έλληνες δεν καταφέρουν τελικά να συνεννοηθούν», τόνισε το «Spiegel».Οι γερμανικοί «Financial Times», που προεκλογικά είχαν ζητήσει να καταψηφιστεί ο «δημαγωγός Τσίπρας» και να υπερψηφιστεί ο Α. Σαμαράς, έγραψαν ότι «τα σχέδια για έξοδο από το ευρώ μπορούν να μείνουν στα συρτάρια των τραπεζών», η δε Γαλλική «Le Monde» έδωσε έμφαση στην παγίωση της παρουσίας της «Χρυσής Αυγής» στο Κοινοβούλιο και πρόσθεσε ότι οι Ευρωπαίοι «υποστήριξαν τον Α. Σαμαρά και τώρα μένει να μάθουμε τις υποχωρήσεις που είναι έτοιμοι να κάνουν».«Ελλάδα - οριακή νίκη του Σαμαρά» ήταν ο τίτλος της «Λιμπερασιόν», η οποία εκτίμησε ότι «η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές της 6ης Μαΐου αντανακλά την ανάγκη ανανέωσης που απαιτούν οι Έλληνες», η δε «Φιγκαρό» χαρακτηρίζει «θεαματική» την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αφού «στην ιστορία της δημοκρατικής Ευρώπης, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ποτέ ένας πολιτικός σχηματισμός δεν σημείωσε μια τόσο εντυπωσιακή άνοδο».«Αν και δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι χαμένος», λέει η οικονομική «Eco», καθώς «τώρα βρίσκεται σε μια θέση, όπου του δίνεται η δυνατότητα να κερδίσει από μια μελλοντική αποτυχία του συνασπισμού ΝΔ – ΠΑΣΟΚ», το δε περιοδικό «Le Point» έγραψε ότι «το κουτί της Πανδώρας της κατάρρευσης της ευρωζώνης, μένει προς το παρόν κλειστό».
Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα  (Η συνέχεια στην επιφυλλίδα της Δευτέρας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου